Αναζήτηση
Αποτελέσματα 721-730 από 923
Εσκιτσης δουλείαν κ είσεν έσκιζεν κ' εμπάλεζεν
(1874)
Οσκυτοτόμος αργός ών αναλύωντας ραφάς αύθες επέρραπτεν. Σημ. Εσκιτσης = λιουρ σευτοτόμον
Έσ' ζουμίν κσι θρύμμαν
(1874)
Σημ. Ένεσην αυτώ ζωμός και θρύμμα. Ερμ. Επί των αξίας τίνος ανθρώπων
Έργον και δουλειάν εποίκες άτο
(1874)
Έργον και ενασχόλησιν εποιήσω αυτό
Το γεφύριν ντ' εδήβεν ο κόσμος κ' εγώ θε να διαβαίνω
(1874)
Την γέφυραν ην διήλθον πάντες καγώ διαβήσομαι
Το καμέλιν ερώτησαν γιατί η γούλα σ' εν ζαρόν; και είπεν “και ποίον μέρος του κορμί μ' εν ίσον;
(1874)
Δηλαδή ερωτηθείσα η κάμηλος διατί σοι σκολιός ο τράχηλος απεκρίνατο τι δε μοι του σώματος ίσον. Ερμηνεία: Επί των ουχί ένα αλλά πλείστα ελαττώματα εχόντων
Σ' έναν τσανάκιν τρώγουν καί 'ς έναν σέζουν
(1874)
Εντός τής αυτής λοπάδος γεύονται καί εν τή αυτή χέζουσιν. Ερμηνεία: Επί τών συνδεδεμένων επί κακώ
Ο λύκον εσήβεν 'ς σά πρόγατα, (ν)αϊλί π' είσεν τό έναν
(1874)
Ο λύκος ενέπεσεν εις τά πρόβατα αίλινα τώ έχοντι τό έν. Ερμηνεία: Παροιμία λεγομένη επί πυρκαϊάς επί νόσου επιδημιακή καί εν γένει επόί κινδύνου επικειμένου, ότι μάλιστα φοβούνται οι μέν μή πάν ευπορούντες περί τής απωλείας ...
Ακλοθώ τον διάβολον ώστα περώ το ποτάμιν
(1874)
Ακλοθώ=ποιώ συντροφίαν, συντροφεύω