Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1-10 από 334
Κόβει το δόντι του
(1909)
Αυτού κόβει το δόντι του!
(1910)
Αυτού κόβει ή δεν κόβει το δόντι του! Είναι ισχυρός ή ανίσχυρος...
Κόβει το δόντι του σίδερο
(1909)
Ανδρεία
Δέν το κόβει το δόντι σου
(1920)
Είσαι ανίκανος να καταλάβης εν αξίωμα, θέσιν κ.τ.λ.
Κόβει το δόντι του
(1920)
Επί την πολιτικήν, είς λύσιν διαφόρων υποθέσεων
Το γέλιο κόβει την τμή, το κολατσιό το γιόμα και το μικρό το δειλινό κόβει το μέγα δείπνο
(1917)
Κολατσιό = πρόγευμα, δειλινό = το φαγητό του απογεύματος
Είχε δόντι
(1920)
Επέτυχεν διότι είχε δόντι...
Δείχνω το δόντι
(1917)
Ερμηνεία: Εναντιούμαι, απειλώ εκ των κυνών
Έχει δόντι
(1920)
Πολιτική ισχύν, λέγειν
Τούβαλα δόντι
(1920)
Υπερίσχυσα εγώ