Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1-10 από 97
Στάζ' το δόντ' ν' ατ'
(1931)
Στάζει το δόντι του. Τραπ. Επί του υπερβολικώς ορεγομένου τι δυσαπόκτητον. Πβ. 546...
Έσταξεν το δόντ' ν ατ'
(1929)
Έσταξε το δόντι του...
Επί του αισθανομένου και δεικνύοντος ευάρεστον διάθεσιν διά προσδοκωμένην απόλαυσιν...
Επί του αισθανομένου και δεικνύοντος ευάρεστον διάθεσιν διά προσδοκωμένην απόλαυσιν...
Υλίζ' το δόντ' ν ατ'
(1931)
Στάζει το δόντι του...
Π΄έχει κύρην έχ, ευγενειά, π΄έχει μάναν, παρέβγαν, π' έχει αδέλφα σπλαχνικά και αντρεμέντσα είναι
(1931)
Όποια έχει πατέρα έχει ευγένειαν, όποια έχει μητέρα έχει και τιμητικό κατευόδωμα κι όποια έχει αδέρφια σπλαχνικά είναι αντρειωμένη...
Του μιλώ με τα δόντια
(1950)
Κατ' αναλογίαν των φράσεων του τρίζω τα δόντια = τον απειλώ και του μιλάω έξω από τα δόντια = του ομιλώ ευθαρσώς και αυστηρώς περί των οποίων έγραψεν ο Νικόλαος Πολίτης, παροιμ. 4, 514, ελέχθη και του μιλάω με τα δόντια ...
Δεν έχει πίστι, Θεό, δεν έχει το Θεό του
(1950)
Η φράσις δεν έχει πίστη ή Θεό λέγεται επι ανθρώπου εξωλεστάτου, διότι πάντοτε ο άθρησκος άνθρωπος εις την φαντασίαν του λαού παρίσταται ως τοιούτος. Η δεύτερη φράσις, δεν έχει το Θεό του περιέπεσεν εις ειδικωτέραν χρήσιν λεγόμενη επί ανθρώπου...
Έχει ο Θεός
(1950)
Ευχή του ευρισκόμενου εις αμηχανίαν προ πάντων οικονομικήν, δηλαδή έχει ο Θεός πολλά αγαθά ώστε ελπίς να δώση και εις ημάς. Ότι ούτε νοείται το συμπλήρωμα της φράσεως μαρτυρεί η χαριτολόγος φράσις του Μακεδονικού ιδιώματος έχει ο Θεός, αλλ' έχει και...
Όποια δεν έχει άντρα κι άλογο δεν έχει δουλειά 'ς το κατευόδωμα
(1929)
Εις την προπομπήν προσώπου ή την γαμήλιον προπομπήν δεν είναι εύκολον να συμετέχη γυναίκα στερουμένη συζύγου και ίππου. Εντεύθερν η παροιμία επί του μη δυναμένου ένεκα της κοινωνικής του θέσεως να λάβη μέρος εις κοσμικάς ...
Νεστεύ' ο δούλος του Θεού, γιατί κ' έχει να φάγη
(1931)
Νηστεύει, διότι δεν έχει...
Επί του αποφεύγοντος να πράξη τι όχι εξ ελευθέρας θελήσεως, αλλά δ' ελλείψιν μέσων...
Επί του αποφεύγοντος να πράξη τι όχι εξ ελευθέρας θελήσεως, αλλά δ' ελλείψιν μέσων...
Που μοιράει μοίρα 'κ' έχει
(1931)
Όποιος μοιράζει δεν έχει μερτικό...