Αναζήτηση
Αποτελέσματα 111-120 από 120
Τση νύχτας τσοί δουλειές τσοί βλέπεις μέρα και γελάς
(1920)
Δηλαδή τη νύχτα ποτέ δε μπορεί κανένας να κάμη όμορφη δουλειά
Το ψάρι βρωμίζει από την gεφαλή dου
(1920)
Δηλαδή ο καθένας παθαίνει από τον εαυτόν του ό,τι πάθει
Μιλώ σα gομένη κεφαλή
(1920)
Λέω παλαβάδες. Μη μιλής, καμένε, σα dη gομένη κεφαλή, παρά μάθε να σκέβγεσαι τί θες να πής
Απ' ακοής αλέθ' ο μύλος
(1920)
Η φήμη κάνει τον άνθρωπον ξακουσμένον. Έστω π.χ. Ότι είναι ένας καθηγητής σ' ένα σκολειό, εσωσένε μιά φορά να βγάλη όνομα καλό, ότι Δηλαδή: είναι καλός καθηγητής, έτσι πια θα πάη το βίος του, Δηλαδή: από τον ένα στον άλλο ...
Ο παπάς όποιον βλέπει, εκείνο θυμιάζει
(1920)
Παραδείγματος χάρη: θένε δύο μαθηταί να πάνε πεσκέσι σε ένα δάσκαλο και ντρεπούdενε και ο πατέρας των λέγει: Πάαινέ το, βρε Γιώργη, συ, μα ο παπάς όγοιο βλέπει, εκείνο θυμιάζει.
Το Σαββάτο είναι βοργιάς, Δευτέρα κερατάς
(1920)
Δηλαδή, ο σαββατιανός βοργιάς δεν βαστά πολύν καιρόν, παρά πέφτει (ή αλλοιώς μαϊνάρει) μέχρι της Δευτέρας, εάν όμως δεν μαϊνάρει τη Δευτέρα, τότε θα βαστάξη πολύν καιρό
Βασιλικιά διαταγή και τα σκυλιά δεμένα
(1920)
Δηλαδή, τι να κάνω αφού ο ανώτερος με διατάζει; και να μην είναι καλό εκείνο που με διατάζει είμαι υποχρεωμένος να το κάμω
Αγρόν ηγόρασα
(1920)
Δεν με μέλλει, π.χ. “Μωρέ με βρίζανε, με φοβερίζανε, χίλια – δύο μου κάνανε, άλλα εγώ αγρόν ηγόρασα” (Δηλαδή: Πεντάρα δεν έδινα, ήτοι δεν έδινα σημασία)
Τον αραbά μου κοιτάζω
(1920)
Τη δουλειά μου κοιτάζω. Κοίταξε τον αραbά σου και άφησέ μας ήσυχους. Τράβα τον αραbά σου = πήγαινε στη δουλειά σου