Αναζήτηση
Αποτελέσματα 51-60 από 455
Άθθρωπουν από γεινιάν κή σκύλλουν από μάντραν
(1941)
Προκειμένου να εκλέξης άνθρωπον ή ζώον μη αρκείσαι εις την εξέτασιν μονόν του ατόμου, αλλ' ερεύνησον και την προέλευσιν αυτού
Του δανεικόν γηλά κη πάει, αμ κλαίει κι' έρχετι
(1941)
Ο λαμβάνων δανεικά χαίρει, δυσκολεύεται όμως όταν πρόκειται να τα επιστρέψη
Αυτός 'έν έχει να ξύση τα δόντια του
(1941)
Λέγεται διά τον τελείως άπορον. Οι αρχαίοι έλεγον: Γυμνός ης εκ μήτρας και γυμνότερος παττάλου
Γέλα μου να σι γελού, να πιρνούμουν τουν κιρόν
(1941)
Διαβιούμεν αλλήλους απατώντας και αλλήλους ανεχόμενοι
Του γέλειουν ήβγιν του ξινόν
(1941)
Συμβαίνει μετά γέλωτα ζωηρόν να επέλθη ειδησίς τις ή γεγονόας δυσάρεστου, προξενούν λύπην εις τον γελάσαντα
Θα σοί βάλου τα δυό σου πόδια σ' ένα παπούτσιν
(1941)
Θα σε τιμωρήσω αυστηρώς
Αυτός θέλει διάβασμαν
(1941)
Αυτός είναι τρελλός και πρέπει να σταλή εις τον ιερέα όστις να αναγνώση δι' αυτόν τας σχετικάς ευχάς, να τον διαβάση
Ηγέλασιν μι την καρτιάν του
(1941)
Εγέλασε ζωηρώς. Οι κύκλωπες ακούσαντες τας φωνάς του Πολυφήμου προσέτρεξαν εις το σπήλαιον αυτού, αλλ' απήλθον όταν ερωτήσαντες αυτόν τί έχει, έλαβον την απάντησιν “ούτις με κτείττει δόλω”. Ο Οδυσσεύς τότε εχάρη χαράν ...
Ημές κ' ημές κή του Χατζηβασίλη
(1941)
Εν Λιβυσσίω επρώτευεν η οικογένεια του Άη Βασίλη ή Χατζηβασίλη. Λατά τας εορτασίμους δε συγκεντρώσεις πάντες σχεδόν οι παρόντες ανήκον εις την αυτήν οικογένειαν.
Δέκι του με τα χέρια σου κι' αράτα του με τα πόδια σου
(1941)
Δέκι = δος, αράτα = ζητά. Λέγεται δια τα δανειζόμενα χρήματα ή πράγματα, τα οποία δίδει τις δια των χειρών, αλλ' ύστερον τρέχει προς ανάληψιν αυτών