Αναζήτηση
Αποτελέσματα 11-20 από 25
Σφίνg' τα δανdάρε σου, μή κατζέφ'!
(1951)
Σφίξε τα δόντια σου, μή μιλείς. Τόλεγαν σε κείνους πού ήταν έτοιμοι να βρίσουν κάποιον. Τους τόλεγαν γιά να τους συγκρατήσουν
Συρταρdεί τα δανdάρε του, τσαί τζο ψοφά
(1951)
Σφίγγει τα δόντια του και δεν ψοφά. Όταν κανείς δεν πέθαινε, ή όταν δεν τάβαζε κάτου εύκολα
Τούμ πουνεί του δοντάκ' γιά κήν' αυτόν
(1923)
Δηλαδή την ερωτεύεται
Του δόντ' σ' να ξύης τίπουτα δέ βρίσκ'ς
(1923)
Επί εσχάτως απορίας λέγεται η παροιμία απτη
Παπούτσι είνι από δόντια
(1927)
Ερμηνεία: Λέγεται για κείνον πού δεν έχει διόλου δόντια. Πόποιος δεν έχει το παπούτσι
Τράς τα δόντια σάν ναν αντστύλ' απού λόντζα!
(1925)
Παροιμιώδης φράσις, πού τή λένε στήν Αμπρακιά, άμα βλέπουν έναν με πολύ αριά δόντια, γιατί βγήκαν ανάμεσα κάμποσα
Κόνεσ' τα δανdάρε σου!
(1951)
Ακόνισε τα δόντια σου. Ειρωνικά, σε κείνους πού ετοιμάζονται μάταια να πάρουν κάτι
Το μασαίρι σ΄ εν΄ gεσκίνι, κόφτει τσαί τα δύο τα μερόθες
(1951)
Το μαχαίρι σου είναι κοφτερό, κόβει κι από τις δυό μεριές. Τόλεγαν στους δυνατούς, όταν ήθελαν να τους κολακέψουν...
Σο σπίτιν dου προσάλευρον τζο σει, 'ς χώρας το σπίτι κόφτει εριστές
(1951)
Στο σπίτι του προσάλευρο δεν έχει, στο ξένο σπίτι κόβει μακαρόνια...
Συνοδεύεται από κείμενο .......
Συνοδεύεται από κείμενο .......
Του κόφτει μοναχός του το σέριν dου, τζο 'αντζεύει
(1951)
Όποιος κόβει μοναχός του το χέρι του, δεν πονεί...