Αναζήτηση
Αποτελέσματα 91-100 από 4089
Με γέρο γραίο αρμένιζε, σουρόκο παλληκάρι
(1952)
Γραίος (ιταλ.) Β.Α. Άνεμος, σορόκος και σορόκος, (ιταλ.) Ν. Α. Άνεμος. Καλό είναι ν' αρμενίζη (ταξιδεύη) κανείς , όταν έχουν περάσει μέρες που φυσάει ο γραίος ή όταν άρχισε ο σιρόκος
Αρρώστου τσιέρα φαίνεται και νηστικού μαγούλες
(1952)
Τσιέρα και τζιέρα (ιταλ.) όψη, πρόσωπο. Εύκολα καταλαβαίνει κανείς και τον άρρωστο και τον πεινασμένο
Αστραψιές τση νυχτός, βροχή τση μερός
(1952)
Δηλαδή θα βρέχη την άλλη μέρα
Ο άρρωστος θέλει γιατρό, κι ο πεθαμένος κλάψα
(1952)
Αντί να κλαίμε για έναν άρρωστο, καλύτερα να τρέξουμε στο γιατρό
Ο αγέρας κόβεται με τη βροχή
(1952)
Μαϊστράλι (ιταλ.) ΒΔ. Άνεμος
Αρκόντου και μωρού, καθώς του δόξει
(1952)
Μωρός=τρελός
Πόσοι πεθαμένοι κάθονται στ' αρρώστου το κλινάρι!
(1952)
Πολλές φορές ο βαριά άρρωστος γίνεται καλά, ενώ πολλοί από κείνους που τον επισκέφτονταν πεθαίνουν πρώτα του
Φεύgει το νερό, ΄πομέν΄ο νάμμος
(1951)
Φεύγει το νερό, απομένει ο άμμος