Αναζήτηση
Αποτελέσματα 81-90 από 4281
(Κάθεται και μ' ανεκαιρώνει) παλαιού αρραγού βαστάγια
(1925)
Ανεκαιρώνω = ανανεώνω, αναμιμνήσκομαι τι, αναμιμνησκόμενος μου αναφέρει παλαιά, λησμονημένα πράγματα
Σία κι' αράξαμε
(1892)
Σημείωση: Σίγια = το κωπηλατείν επί ετύμναν, φράσις ναυτική όταν προσαράξη το σκάφος
Όσω αρά τα σκόρδα χοντραίνουνε
(1920)
Αρά = αραιά
Η πηλειά φιλεί τα όρη, κι' ο βοσκός φιλεί την κόρη
(1949)
Οι βοσκοί το Σεπτέμβριο γυρίζουν από τα βουνα στους κάμπους
Εμεγάλωσε το πουλαράκι και εμίκρανε το σωμαράκι
(1892)
Ερμηνεία: Εις δήλωσιν ότι εμίκραναν τα φορέματα τινος προϊούσης της ηλικίας του