Αναζήτηση
Αποτελέσματα 3971-3980 από 4029
Τα στραβά μου παραθύρια, τα ντινέρια μου τα σιάζουν
(1920)
Ντινέρια = χρήματα (πιθανώς δηνάρια)
Ξυπόλητη σ' εκάτεχα κι' επάθιες τα χαλίκια, κι' εδά που καλικώθηκες ζητάς και σκολαρίκια
(1920)
κατιώ και κατέχω=ειξεύρω, γνωρίζω, χαλίκια και χοχλάδια=πετραδάκια, θάρια (άλλως βότσαλα), καλικώνομαι=φορώ καινουργή υποδήματα
Όπου ιδής κακή γυναίκα δύο φοραίς τήνε χαιρέτα, μη σιώση τη ποδιά τζη και σου πη τα γιβεντάν τζη
(1920)
Γιβέντα = ατιμίαι (λ.τούρη)
Ίσια καν' η γρα την πήττα κ' ίσια την πλακοπητταρίζει
(1920)
Πλακοπητταρίζω=Τύπλω διά των παλαμών την ζύμην, διά να κατασκευάσω την καλουμένην πλακόπητταν (άρτος άζυμος, είδος λαγάνας)
Μιά σκουληκιαρά αίγα χαλά ούλο τό κουράδι
(1920)
Σκουληκιαρά = η έχουσα υπό τό δέρμα της καί εις τινά μέρη τού σώματός της σκώληκας (ους γεννά τό σώμα), Κουράδι = ποίμνιον, κοπάδι
Ο γέρως κι' αν αντρέβγεται κ' το ρίζωμα κοντέβγεται
(1920)
Αντέβγεται=κάμνει τον άνδρα, το παλληκάρι, παλληκαρεύεται, Ρίζωμα=ανήφορος, το εναντιόν: Χύτης, Κοντεβγέται=εξασθενώ, καταπίπτω, κουράζομαι
Ο μακρολαίμης πετεινός 'ς το ματσιπέτι κράζειτο γίντεντό του δε θωρεί κι' άλλους καταδικάζει
(1920)
Ο μακρολαίμης ή σταβοράδης, γίβεντο = το άκρον δώμαλος τίνος, ματσιπέτι = ατιμία, εντροπή του