Αναζήτηση
Αποτελέσματα 211-220 από 326
Ο Θεός κλεί πόρτα, κι' ανοίγει παρεθύρι
(1952)
Κλεί = κλείνει. Πλάϊ στη συφορά, δίνει μια ανακούφιση
Αρκόντου και μωρού, καθώς του δόξει
(1952)
Μωρός=τρελός
Τση κακοπλύτρας τα σκουτιά, στον ήλιο παν κι' ασπρίζουνε
(1952)
Ότι δεν πιτυχαίνει ο κακοδουλευτής, του το φτιάνει η τύχη
Η βαρύτερη δουλειά είν' το καθισιό
(1952)
Πιο ανάλαφρος είν' όποιος δουλεύει
Όποιος δουλεύει, ο Θεός του πέβει
(1952)
Πέβω = (πέμπω), στέλνω
Άλλος σκάβει και βογγάει κι' άλλος πίνει και μεθάει
(1952)
Απο τη συλλογή Λιβιεράτου
Σ' τσου είκοσι τριαντάφυλλο και σ' τσου τριάντα ρόδο, και σ' τσού σαράντα χλιό νέρο, και σ' τσου πενήντα μπόρα
(1952)
Για την ηλικία της γυναίκας
Από τσου ξένους δροσιά, κι από τσου δικούς φωτιά
(1952)
Πολλές φορές βρίσκει κανείς βοήθεια και χαρά από τους ξένους, ενώ οι συγγενείς του τον κυνηγάνε
Πόχει τσ΄ ορπίδες του ο Θιό, πότε του δεν τσί χάνει
(1952)
Ορπίδα = ελπίδα