Αναζήτηση
Αποτελέσματα 21-30 από 51
Το καλό που σου θέλει το σκουτί σου, δε σ' το θέλει κανείς
(1952)
Σκουτί = ρούχο, σακκάκι
Οσό ΄χαμε μιώβολα, “κουμπάρε” και “κουμπάρε”! Και τώρα που τα σώσαμε, “ξεκουμπαρού, κουμπάρε”!
(1952)
Μιώβολο = (αρχ. Ημιώβολον) μικρό νόμισμα της αγγλοκρατίας, το 1/4 της πένας, ξεκουμπαρού = φτιαστή λέξη, δηλαδή δε σε θέλω πια για κουμπάρο
Αγλιά φ' τον κρίνουν δώδεκα, και δεν τον κρίνει ο νους του
(1952)
Φ' τον = που τον, δώδεκα = θύμημα της παλιά δωδεκάδας των γερόντων
Το Μάρτη ξύλα φύλαε, μην κάψης τα σταλίκια
(1952)
Σταλίκια= τα ξύλινα δίποδα των χωριάτικων κρεβατιών
Όνταν σε ρίξη τ΄ άλογο, ξαπέζα και περπάτει
(1952)
Στην Παλική λένε ... ξαπέζεψε και σέρνε το
Πόχει στα ξένα καρτερεί, και στη σκλαβιά παντέχει
(1952)
Παντέχω = περιμένω