Αναζήτηση
Αποτελέσματα 181-190 από 743
Κακά μη κατζέφ, έμbου σο νdάϊ
(1951)
Κακά μη μιλάς, έμπα στο σακκί
Κόοφτίνκες, ραφίνκες
(1951)
Έκοβες κι έραβες
Ο χωρίος κόντσεν gως, συ α vdα 'ρτϊέσ'
(1951)
Το χωριό πέταξε κώλο (πήρε τον κακό δρόμο), εσύ θα το σιάξεις;
Είσαι σαν αγκάθι από παλιούρι
(1951)
Τόλεγαν σε κείνους που πείραζαν τους άλλους ή τους έβαναν λόγια. Το παρούλι (-παλιούρι) είναι θάμνος με αγκαθωτά κλαδιά, όπως η ακακία. Με τις βέργες του έκαναν βουκέντρια
Σόπου ο δϊέβος 'ηρανέσκει 'ίνεται άιος
(1951)
Οταν γερνάει ο διάβολος, γίνεται άγιος. Για τους γέρους που το ρίχνουν στις προσευχές, ενω πέρασαν τα νιάτα τους στην αμαρτία
Υρεύκα σε πάνου, ηύρα σε κάτου
(1951)
Σε γύρευα πάνου, σε βρήκα κάτου
Θέκ΄τον gώ σου, κάτσε σε ΄νgκάθε πάνου
(1951)
Υπόμενε όπως είσαι, γιατί μπορεί να πέσεις στα χειρότερα
Κόμης 'ς την μάν dου τζο 'εννήθη
(1951)
Ακόμα δε γεννήθηκε απο τη μάνα του
Τ' άσπρα κατεβάζουν d' άστρα
(1951)
Τα λεφτά κατεβάζουν τ' άστρα
Το βυνατό το ξίδι το στδεύο του στσίνει τα
(1951)
Το δυνατό το ξίδι τ' αγγειό του το σκίζει. Το λένε ειρωνικά, όταν κανείς θυμώνει. Λεβ. 176.