Αναζήτηση
Αποτελέσματα 181-190 από 195
Σά bέσ' η σπλήνα στό μαdρί, αλίς του πόχει τόνα
(1963)
Λέγεται γιά νά χαρακτηρίση τόν κίνδυνο, πού απειλεί εκείνον, πού έχει ένα μόνο παιδί, ένα μόνο αδέλφι, κ.τ.λ....
Άλλοι λαχταρού dα 'ένεια κι' άλλοι κόβγου ρίχτου dα
(1963)
Λέγεται όταν κάποιος σπαταλά πράγματα που άλλοι τα στερούνται, π.χ. Μωρή μα τα ωραία σύκα 'φτά ρίχτετε του χοίρου; Άλλοι λαχταρού... Υπάρχει άθρωπος που δεν έχει ένα στόμα dό 'φέτι βαλημένο...
Χαρά στο νιο τον άγρυπνο, το 'έρο που κοιμάται
(1963)
Δηλαδή, όταν ο νέος και στο κρεβάτι ακόμα ανησυχή για τη δουλειά του, εξασφαλίζει καλά γεράματα, κι' όταν πάλι ο γέρος κοιμάται, σημαίνει ότι δεν έχει έννοιες, ζει καλά...
Ο Θεός κατά τα ρούχα μοιράζει και το κρύο
(1963)
Δηλαδή: Ο Θεός τα ισοζυγίζει όλα. Π.χ. -Εμείς δεν έχομε bολλά φαιά, μα σαν ο Θεός κι' ειμεσταν ανούφαοι. Λέει -Μα δεν έχει ακουστά, πως ο Θεός κατά τα ρούχα μοιράζει και το κρύο...
Ό,τ' σουλατσαρήση κανείς, το παθαίνει
(1963)
Αναγορεύω=υπενθυμίζω όλη την ώρα ένα καλό που έκαμα, διατυμπανίζω. Σουλατσαρήση=κοροϊδέψη...
Π.χ. “Ενεόρεβγέ με πως είχα το κουτσό bαιδί, μα είδες όμως; Ετιμώρησέ dην ο Θεός! Δυό έχει τώρα κουτσά. Αληθινό είν' εκείνο bου λέει, πως, ό,τ' ανεορέψη...”...
Π.χ. “Ενεόρεβγέ με πως είχα το κουτσό bαιδί, μα είδες όμως; Ετιμώρησέ dην ο Θεός! Δυό έχει τώρα κουτσά. Αληθινό είν' εκείνο bου λέει, πως, ό,τ' ανεορέψη...”...
Τ' αρρωστημένου η κουλούρα κάνει σαράdα μέρες στ' απρουσκέφαλό dου
(1963)
Δηλαδή, ο άρρωστος δεν έχει όρεξη να φάη. Π.χ. “Αλλότες ελέασι bως τ' αρρωστημένου η κουλούρα ... Μα ' μένα δε gάνει ουτ' ένα λεφτό, 'ιατί εμ 2)αρρωστημένη 2) είμαι, έμη πεινώ κιόλα”...
Βλ. παρηγορία, ρωτώ 1...
Βλ. παρηγορία, ρωτώ 1...
Μα 'φτό 'δά, λέει, θαμάζομαι κι εώ
(1963)
Δηλ. Γι αυτό κι εγώ απορώ. Έχει έννοια ειρωνική. Από τον Ναστραδίν Χότζα. Μια βόλα διάηκεν ο στρατηχότζας κι ήβγανε, λέει, σ' ένα bοτιστικό κρομμύδια κι εδιάηκεν εκείνος πούχε dο ποτιστικό κι 'ήπιασε dονέ, λέει, βρέ είdα κάνεις, λέ' έτου; λέ, αέρας...
Χαρά στο νιο που ξαγρυπνά, το 'έρο που κοιμάται
(1963)
Δηλαδή, όταν ο νέος και στο κρεβάτι ακόμα ανησυχή για τη δουλειά του, εξασφαλίζει καλά γεράματα, κι' όταν πάλι ο γέρος κοιμάται, σημαίνει ότι δεν έχει έννοιες, ζει καλά...
Αλίμονος στο σπίτι, που ΄ενή το θηλυκ΄ ασερνικό
(1963)
Δεισιδαιμονία. Π.χ. “ - Μα κακό είναι τώρα, πούκραξεν η όρνιθα; - Κι΄ άμε κακό ταδεμή δεν είναι; Δεν έχει ακουστά, πως αλίμονος στο σπίτι, που ΄ενή το θηλυκ΄ ασερνικό;”...
Πούκραξεν = έκραξεν δηλ, σαν πετεινός, ταδεμή = λοιπόν, ειδεμή...
Πούκραξεν = έκραξεν δηλ, σαν πετεινός, ταδεμή = λοιπόν, ειδεμή...
Βαρ' τον ατσίποδα να σ' άψη τη φωθιά, κι α dην άψη είναι δυό βολές ατσίποδας
(1963)
Λέγεται, όταν ένας ανίκανος, ένα μικρό παδιί, κατορθώση να κάμη μιά μικροδουλειά. Έχει έννοιαν ειρωνική...
Ατσίποδας=λεπτικαμωμένος, αδύνατος...
Ατσίποδας=λεπτικαμωμένος, αδύνατος...