Αναζήτηση
Αποτελέσματα 231-240 από 511
Όποιος παινεύεται, μαγαρίζεται
(1939)
Όποιος επαινεί τον εαυτον του, και εις το τέλος δεν κατορθώνει να φανή άξιος των επαίνων
Όποιος πέθανε, μετάνοιωσε
(1939)
Την έλεγαν αμέσως μετά πάσαν κακοκαιρίαν όταν εδιορθώνετο ο καιρός
Σ' ήρτε ένα, περίμενε κι' άλλο
(1938)
Όταν επήρχοντο αλλεπάλληλα ατυχήματα
Αντί να τρίζ' τ' αμαξ' τρίζ' η γιαμαξηλάτ'ς
(1936)
Δηλαδή, αντί να παραπονούνται οι πραγματικώς κοπιάζοντες, παραπονιούνται εκείνοι για τους οποιους γίνονται οι κόποι. Λέγεται και απλώς όταν εργάζονται δυο στο αυτό έργο και παραπονείται εκείνος που εργάζεται ολιγότερο από ...
Αμαρτωλοί που φύγετε
(1936)
Το έλεγαν για τους δύστροπους και φιλέριδος ανθρώπους
Ή εσύ να πεθάν΄ς ή εγώ να χηρέψω
(1937)
Μάλλον αστείο που λέγονταν μεταξύ των συζύγων σε στιγμές αμηχανίας. Πάντοτε όμως λέγονταν, ότι κάποιος άλλος το είπε. Π.χ. “Που μας ήρτανα τα παραμύθια, που κι ο Α έλεγε : Έτσι καθώς γίν΄καμε, μαρή γ΄ναίκα, ή εσύ να πεθάνης ...
Πέρσ' ψόφ'σε φέτο βρώμ'σε
(1937)
Όταν κανείς ήθελε ν' ανακινήση παλαιά υπόθεση, που είχε ξεχαστή από όλους
Όρτσα (φόρτσα;) να πάγω, πνίγομαι, γεμάτα δε γλυτώνω
(1937)
Όταν κανείς περιήρχετο εις δυσχερή θέση και δεν υπήρχε ουδεμία διέξοδος
Ακριβά πουλ'γε και δίκια ζύγιαζε
(1936)
Το έλεγαν συνήθως οι γυναίκες στους πωλητάς και μάλιστα στα παιδιά των μπακάληδων, που, σαν παιδιά που ήταν, ζύγιαζαν ξίκ'κα, δηλαδή λειψά
Παράργησες, γιαρένη μου, χορτάριασε η αυλή μου
(1938)
Γιαρένη = λέξις τουρκική ερωμένος