Αναζήτηση
Αποτελέσματα 51-60 από 326
Αδ δεμ μ'αγαπάς, προσγέλα μου
(1930)
Προσγελώ=προσμειδιώ, όπως κολακεύσω τινά, κολακεύω, περιποιούμαι
Προστάσσουν τηγ κάττατ τ' η κάττα τα καττουδκια της
(1930)
Λέγεται επί εκείνων, οι οποίοι προστασσόμενοι να πράξουν τι, προστάσσουν άλλους να το κάμουν
Ο παπάς κρατεί τ' ασσίν τζ΄η παπαδκιά τ' ασκόδημμαν
(1920)
Ερμηνεία: Επί των εχόντων πλεονέκτημα και ισχύν μεγαλυτέραν εις των αντιπάλων
Στο φτίσ σου σκολαρίκι
(1920)
Ερμηνεία: Λέγεται, όταν της πταίση και θέλεις να της ειπής να μη λησμονήση και ότι θα τον εκδικηθείς
Όποιος παρπατεί γιάλι – άλι κόβκει στράταμ πολλήν
(1920)
Ερμηνεία: Σπεύδε βραδέως
Βούς να μεν ετζημώννε τουτζ τζαί γεναίκα να μεν εγένναν, ποττέ της εν εγέρναν
(1930)
Τζημώννω=καμώ, φιμώ, θέτου κημόν εις το στόμα του ζώου, δια τα μη τρώγη
Που τες παρακ'αλησες έβκαλα τους Αγίους που το θρόνιν τους
(1930)
Παρόμοια φράσις επί περιστάσεων, καθ' ας παρακαλέι τις την Παναγίαν και τους Αγίους να τον απαλλάξουν από κίνδυνόν τίνα ή κακόν ή ασθένειαν
Είπαν του λύκου “εκτενίστης;” τζ' είπεν τζ' ετζείνος -εβρουλλίστηκα τζ' όλα
(1920)
Ερμηνεία: Επί των μη εχόντων φροντίδας δια το ότι στερούνται εκείνου, το οποίον συνεπάγεται φροντίδα, επομένως επί των ανεχών
Τον αγαπάς ξατίμαζε τζαι τον μισάς σ αιρέτα
(1920)
Ερμηνεία: Παροιμία διδάσκουσα την υποκρισίαν χάριν εξαπατήσεως του κόσμου. Σημ. ξιτιμάζω= υβρίζω, ατιμάζω με υβριστικάς λέξεις)
Αγκονίστην ο αβράκωτος βρατζίν
(1920)
Ερμηνεία: Επί των εκλιπούτων. Αγκονίζομαι = αποκτώ ( εκ τας έγγονος, εγγονή)