Αναζήτηση
Αποτελέσματα 301-310 από 326
Το σάββατον ως σάββατον ελύτζιασεν ο Γιάννης
(1920)
Σημείωση: Λυτζιάζω=γίνομαι λύκος (κασσίδης), φαλακρός
Απου πεινα ψουμιά θωρεί τζ' απου λιμάσσει πίττες
(1920)
Σημείωση: λιμάσσω = λιμώσσω
Απού τον αγάπουν τογ καλόμ μου τζ' είχα τομ πολλά στην έννοιαν, πέντε γρόνους τον εφίλουν τζ' 'εν τον είδ' αν έσει γένεια
(1920)
Ερμηνεία: Επί των αδιαφορούντων δια τους στενούς συγγενείς και στενούς φίλους και επί των δεικνυόντων άγνοιαν δια τα αφορώντα τους συγγενείς και φίλους των
Οκτρός= εχθρός, διάβολος
(1920)
Ανεράα
(1920)
Δανεικά τζ' ανεμόστροφα
Ερμηνεία : ανεμόστροφος = ο έχων επιφάνειαν ακανόνιστον, μη ομαλήν ∙ παν σώμα, το φυσίον, τιθέμενον επί ομαλής επιφανείας, δεν εφαρμόζεται, αλλά το εν άκρον είναι ανασηκωμένον και όταν χαμηλώσεις τούτο, ανυψούται το έτερον. ...
Η γλώσσα του εβ βεριάϊν
Ερμηνεία: Βεριά(δ)ιν (το) = μικρόν ξύλον του υδρόμυλου ή αλευρόμυλου συνδεόμενου με την θήκην, εντός της οποίας πίπτει το σιτάρι εν της αβάνης. Το ξύλον τούτο κινείται αενναώς υπό της στρεφομένης μυλοπέτρας, κινούμενον δε ...
Γεναίκα πολλαπάκτη τον άθρωπο ξιβκάλλει σαδ δεν εξέρει γράμματα, μαθθαίνει τότ αι ψάλλει
(1930)
Σημ. Πολλαπάκτος (ο) = κυριολεκτ. Ο συχνάκης πηγαίνων εις ξένους τόπους, ο περιηγηθείς πολλά μέρη, κοσμογύριστος και επειδή ο περιηγηθείς πολλά μέρη, ο κοσμογύριστος γνωρίζη πολλά, διότι είδε και έμαθε πολλά, η λέξις ...
Εζέξαν τον εις τηγ κάρνταν
(1930)
Kάρντα=σχοινί, δι' ου δένεται ο άγριος βους εκ των κεράτων, όταν ζευχθή εις το άροτρον, διά να τον τραβούν προς τα οπίσω και τον αναχαιτίζουν, οσάκις ζητήση να τρέξη ή να κάμη κάτι