Αναζήτηση
Αποτελέσματα 81-90 από 131
Ο μακρύς, ξεροκαλάμης, κ' η μακριά, ξυλοκαντάρα
(1893)
Εν λεξιολ. σελ. 170: Ξυλοκαντάρα = είδος ξυλίνου στατήρος εκ δοκών, επί του οποίου ζυγίζουν τα μεγάλα βάρη
Σελλάτο βούϊ αγόραζε και γάϊδαρο καμπούρη, γυναίκα λιανοκάμωτη και χοίρο μακρομούρη
(1893)
Εν. λεξιολ. Σελ. 176 . Σελλάτο = καμπυλόν