Αναζήτηση
Αποτελέσματα 31-40 από 955
Αντ είσεν κι ο φτειριαρίτους
(1874)
Δηλαδή τουτί και ο φθειριών τ.έ. ο πτωχός είχεν. Ερμηνεία: Παροιμίαν ην λέγει πένητας περί πράγματος αυτού, μάλιστα δ' όταν χρήται τις αυτώ κακώς
Όποιος ολιγωρεί ν' αρχοντύνη συγερά την εφτωσίαν
(1874)
Ο σπεύδων πλουτείν συγγκράσκει τη πενία (ή πτωχεία)
Ας σον ουρανόν ντ' εγύρευα s σηγ γην ευρέθην
(1874)
Ότι τον ουρανόν (ή θεόν) κ'τούμην, τούτο επί γης εύρον. Ερμ. Επί ευτυχίας ευκτής μεν αλλ' απροσδόκιτή του
Ας σον Θεόν ντ' εγύρευα s σηγ γην ευρέθην
(1874)
Ότι τον ουρανόν (ή θεόν) κ'τούμην, τούτο επί γης εύρον. Ερμ. Επί ευτυχίας ευκτής μεν αλλ' απροσδόκιτή του
Το χέρι σ' έβαλες ς σο μελοκούτιν
(1874)
Την χείραν ενέβαλον εις κυτίον μέλιτος
Ας σο σιγηλόν το ποτάμιν να φογάσαι
(1874)
Σιγηλόν ή σιγηρόν. Τον γαλήνιον ποταμόν φοβού
Τ' άσπρα άστρια κατιβάζουν
(1874)
Τα χρήματα αστέρας καταβιβάζουσι
Ας σο ράμμαν ς 'σο βελόνιν
(1874)
Από της κλωστής μέχρι της βελόνης. Ερμηνεία: Σημαίνουσα λεπτομερής επί λεπτού
Οπόταν ποις με κι αρρωστώ, τ' αρρωστικά σ κι θέλω
(1874)
Όταν παραίτιος γένη της αρρωστίας μου, ουκ αποδέχομαι την νοσηλείαν σου.
Κι γαμώ και τημ μάνναν αχτί
(1874)
Τομ ποπάν ερώσεσαν “μωρόν ιξέρεις και φωτίζεις;” Κ' εκείνος είπεν “Κι γαμώ και τημ μάνναν αχτί = Ιερείς ερωτηθείς ει οίδε βαπτίζειν νήπιον, απεκρίνατο “ουκ αν αυτήν και διακροτήσαι μι”