Αναζήτηση
Αποτελέσματα 161-170 από 186
Πήρε τσί δώτσι
(1902)
Ο λόγος = διεκυδυνίσθη – διιφημίσθη. Πρβλ. Πήρε τσί δώτσι = εξώφλησεν
Σαββατιανός Βοριάς τη Δευτέρα κούκουρους
(1902)
Κούκουρους = δρομαίος
Τουν πήρι γιάνεμους
(1902)
Πήγε κατά διαβόλου
Τ' ανέμ' ι καβγάς
(1902)
Που τ' κατρούλ' ο γάμος
Ανάραια 'νάραια τα σκόρδα να χουντρώνυν
(1902)
Ερμηνεία: Όταν καλή τις προς δραίωσιν
Κατά που πλείς θ' αγουράχς
(1901)
Από παραμύθι
Σα' βρεμέν' όρνθα
(1902)
Όρθα = όρνις
Της μαλάκας ο τσιγάρους γίνεται χονδρός, μιγάλους
(1902)
Ορθόν αλλαχού = αμάκος