Αναζήτηση
Αποτελέσματα 121-130 από 5044
Αλαλα π' άλαλα
Άρρητ' αρρήτων. Άλαλους -η-ον, βωβός αμίλητος, άρρητος
Βάλ' του ρίγανη να μη μυρίση
(1882)
Έκαμε μιάν τρύπα 'ς το νερό
(1903)
Αέρα κοπανίζει
Ερμηνεία: επί των ματαίως κοπιώντων
Αυτά τα λεν στον μύλο
(1906)