Αναζήτηση
Αποτελέσματα 2141-2150 από 2150
Όποιος δανείζει τω φτωχώ, δανείζει του Θεού (ή: του Χριστού)
(1963)
Δηλαδή η αγαθοεργία αμείβεται
Να ΄υρίση ο τρόχος να πλουτίνη κι ο φτωχός
(1963)
Λέγεται, όταν ένας φτωχός ικανοποιήση η ελπίζη να ικανοποιήση μια επιδίωξη του
Δικέβρης, δίκια κι' αν επόσπειρες κι' αν έχης κι' άλλο, σπείρε. Ενάρης, αν έχης τόπο καλό, βάρ' το, κι' α δεν έχης, άμε το στο μύλο, άλεσέ το, ζύμωσέ το, κάμε το ψωμί και φάτο
(1963)
Το Δεκέμβρη δηλαδή μπορείς να σπέρνης, όσο έχης, το Γενάρη μόνο, αν έχης καλό χωράφι
Το ένα χέρι να μην ηξέρη, είdα 'δώκε d' άλλο στο φτωχό
(1963)
Δηλ. η ελεημοσύνη πρέπει να γίνεται μυστικά
Οdε δανείζεται, έλα, κι' οdε dά δώνη, κλαίει
(1963)
Έλα = γελά. Λέγεται κυριολεκτικώς
Τ' αgέλου dου δέ δώνει νερό
(1963)
Λέγεται για τον πολύ τσιγκούνη
Να κλαίσιν εδα οι αζύμωτοι, να κλαί gι οι ζυμωμένοι
(1963)
Λέγεται, όταν παραπονιέται κανείς για φτώχεια, για μια έλλειψη που πραγματικώς δεν την έχει ή την έχει λιγώτερο από άλλους
Τάχεν ο λωλός στο νου dου ήβλεπε gαι στόνειρό dου
(1963)
Τάχεν = εκείνα που είχε
Τάχεν η γρϊά στο νου τζη ήβλεπε gαι στόνειρό τζη
(1963)
Τάχεν = εκείνα που είχε