Αναζήτηση
Αποτελέσματα 2001-2010 από 2150
Να 'δα η καμήλα οdε dην ερωτούσα, είdα τσ' αρέσει καλύτερα τ' ανήφορο ή το κατήφορο, λέει, και μα 'χάθηκεν η ίσα στράτα;
(1963)
Δηλαδή ο μέσος δρόμος είναι ο πιο άνετος
Το βουνό δεν εφοβήθηκε, λέ', εκείνο bού πάει και κάνει ένα θεοόμαρο, ιατί πάει κάθα τόσο, μόνο 'φοβήθηκεν εκείνο bο 'πάαινε gάθα μέρα κι ήκανε μίαν αgάλη
(1963)
Θεοόμαρο=μεγάλο δέμα κλαδιών. Αgάλη=μικρό δέμα κλαδιών
Όποιος τρώει το λινόκοκκο τρώει τα ρούχα dου
(1963)
Δηλαδή όταν καταναλίσκης κάτι, που προορίζεται για παραγωγή, μένεις τελικά χωρίς είσοδημα
Θώρεις οΰια (ούες) κι έπαιρνε και θώριε μάνα κι έπαιρνε παιδί
(1963)
Δηλαδή αν η μητέρα είναι καλή, θα είναι και το παιδί της, αν η ούγια είναι καλή, θα είναι και το ύφασμα
Μ' ένα κώλο γεράζει κανένας, μ' ένα βιός δέ γεράζει
(1963)
Παραδείγματος χάρη: “Εέρασα και δε bορώ να κάμω πια τίοτα, αλλά καλός-κακός απότραφος, λέει..Κάτι κάνω κι΄εώ αποστρέφω τα ζωdόβολα, θα τα ταίσω, θα βοτανίσω τα σπαρμένα”
Το κάθατί είναι 'εννησιμιό, κολλησιμιό δεν είναι
(1963)
Λέγεται και μόνο το πρώτο μέρος. Δηλαδή, τα ελαττώματα και τα προτερήματα τα έχει ο άνθρωπος εκ γενετής: Π.χ. -Φταί gι' οι συναναστραφόες, μα πιο καλά πως εί' gαι 'εννησιμιό dου του κάθανούς το τίοτα. -Η παροιμία ξέρεις ...
Κατσικοκλέφτης πέρασε στη φυλακή τον έβαλαν, μεγάλος κλέφτης πέρασε πολλά καπέλα του έβγαλαν
(1963)
Κατσικοκλέφτης = η λέξη δεν είναι του ιδιώματος της Απειράνθου, αλλά και γενικά η διατύπωση της παροιμίας, όμως την άκουσα εκεί
Τη bρώμια σπορά την ευλόησεν ο Θεός, την έψιμη την εκάλεσεν η χρονιά (ή ο χρόνος)
(1963)
Δηλαδή, η πρώϊμη σπορά πάντοτε αποδίδει, ενώ η όψιμη εξαρτάται από τις καιρικές συνθήκες
Α δεν αστάψη δε βροdα, κι α δε βροdα, δε βρέχει, κι α δεν αρχέψη η βροχή ο ποταμός δε dρέχει
(1963)
Δηλαδή, κάθε πράγμα έχει την αιτία του, το προηγουμενό του
Ο Χάρος εβουλήθηκεν άdρα να μη μ' αφήση, κι εώ πάλι εβουλήθηκα ποτές να μη μου λείψη
(1963)
Λέγεται για ό,τι επαναλαμβάνεται συχνά. Π.χ. “Καμμιά, λέ', εχήρεψε boλλές βολές κι' επαdρευγουdανε κάθα βολά, πο' 'χήρευγε, gι είπε, λέει, κανενούς απού τσ' άdρες, που τσ' επεθαίνανε, πως ο Χάρος εβουλήθηκε...Ετσά 'δά κι' εσύ!...”