Αναζήτηση
Αποτελέσματα 121-130 από 2150
Άλλος κάνει κι' άλλος βρίσκει
(1963)
Η Άλλοι κάνουν gι' άλλοι βρίσκουσι. Λέγεται όταν φορτώνουν την ευθύνη σε κάποιον ανεύθυνο
Όποιος σκάβγει το λάκκο d' αλλονού, ανοίει τον εδικό dou
(1963)
Δηλ. όποιος επιχειρεί να κάμη κακό σε άλλον, το παθαίνει ο ίδιος
Άλλοτες εψωμοπούλου gαί τώρα ψωμοζητώ
(1963)
Ψωμοζητώ = ψωμαοράζω. Λέγεται όταν ένας ευκατάστατος φτωχέψη, πχ. Άλλοτες ήτονε πρωτοζευγάδισσα και τώρα ζητά 'έννημα να ρίξη των ορνιθιώ τζη. Επά 'δα ταιριάζει το λακριδί, πως άλλοτες εψωμοπούλου. Πρωτοζευγάδισσα = γυναίκα ...
Ο ποdικός εκατούρησε στη θάλασσα κι επόλυνε
(1963)
Επόλυνε = Έγινε πολλή, επλήθυνε
Όποιος μάθη γδυμνός dρέπεται dυμένος
(1963)
Δηλαδή όταν συνηθίση κανείς σε μια κατάσταση, δύσκολα προσαρμόζεται σε μια καλύτερη
Άλλα dων αλλώ, bάρbα Νικολό
(1963)
Λέγεται όταν προσπαθή κάποιος να στρέψη αλλού τη συζήτηση, επειδή δεν τον συμφέρει, ακόμα, όταν δεν καταλαβαίνη κανείς το νόημα της συζητήσεως ή όταν είναι κουφός και δίνη απαντήσεις άσχετες
Άλλος κάνει κι' άλλος ξεκάνει
(1963)
Π.χ. Εδούλευγεν αφέdης μου κι' ήκανε bεριουσία και τη bουλούμε dώρα 'μεις για 'να gομμάτι ψωμί. Άλλος κάνει, λέει.... αφέdης = ο πατέρας, bεριουσία = κτήματα, 'να = ένα
Άλλοι σπέρνου gαί θερίζου gι' άλλοι τρω gαί μακαρίζου
(1963)
Λέγεται σε περίπτωση καρπώσεως ξένου μόχθου
Αλίμονος στον αμαρτωλό κι' όπου μαζί dου bλέξη
(1963)
Δηλ. Ο αμαρτωλός τιμωρείται και μαζί του, όσοι τον συναναστρέφονται
Όλα dου 'άμου δύσκολα κι η νύφη gαστρωμένη
(1963)
Λέγεται, όταν δυσκολίες, εμπόδια έρχονται το ένα επάνω στο άλλο κατά τη διεξαγωγή μιας εργασίας