Αναζήτηση
Αποτελέσματα 631-640 από 708
Το κόστσινό μου κοστσινίστη, κρέμασαν d' ατζά
(1951)
Το κόσκινό μου αποκοσκίνισε, το κρέμασαν εκεί πάνου. Όταν ένας γεράσει ή χάσει τη δύναμή του, οι άλλοι τον περιφρονούν. Πόντ. Α.Π. αρ. 767: Καινούργο μ' κοσκίν', που κρεμάνω σε; και σαν παλώντς παπού σύρω σε;
Τα παράδας όνταν ευρήκ'ς ατά πα μέτρα κι' επεκεί βάλεν άτα κά
(1951)
Το ίδιο πρέπει να κάνουμε και στις άλλες σχέσεις μας με τους ανθρώπους
Μο του 'α κουπώσ' σο μύο νερό, ο μύος τζο κώθει
(1951)
Με το να χύσεις στο μύλο νερό, ο μύλος δε γυρίζει
Το ποτάμι του 'α με πάρει, 'γω κατέχω τα
(1951)
Το ποτάμι που θα με πάρει, εγώ το ξέρω. Όταν κανείς θέλει να δείξει πως ξέρει ποιός κίνδυνος τον περιμένει. Ποντ. Δ. Ο. αρ. 245: Ντο θα παίρ'με το ποτάμ' εξέρ ατο
Του παρεδούται μιτσίκκο, παίρει μαχτσούμι του παρεδούται μέγο, παίρει άνεμος
(1951)
Ερμηνεία: Όποιος παντρεύεται μικρός, παίρνει (αποκτά) παιδί, όποιος παντρεύεται μεγάλος, παίρνει αέρα. Το αέρα εδώ έχει την έννοια του τίποτα, δηλαδή όποιος παντρεύεται μεγάλος δεν αποκτά παιδιά, δεν κάνει τίποτα. Παραδίνομαι= ...
Σά 'μbρό μου τό μέρο έν' dενίζι, σά πίσου μου τό μέρο έν' σοιρίδι. Πού 'ά υπάω;
(1951)
Στό μπρός μου τό μέρος είναι θάλασσα, στό πίσω μου τό μέρος είναι αγριογούρουνο. Πού νά πάω; Όταν κανείς βρεθεί ανάμεσα σε δυό κινδύνους. Πόντ. Α. Π. αρ. 145: Άπεμπρ' λιμνίν, κι' αποπίσ' θάλασσα
Κεπάπιν τζο ΄σεις, τα κρομμύδε πα νdα ποίκ;
(1951)
Κεμπάπι δεν έχεις τα κρεμμύδια, τι να τα κάμεις; Όταν μας λείπει κάτι βασικό, δεν μπορούμε να προχωρήσουμε στη δουλειά μας. Κεπάπιν είναι το κρέας που μαγειρεύεται γιαχνιστό σε κομμάτια. Τα κρεμμύδια είναι απαραίτητα. Αλλά ...
Σ τόϊναν dο μέρο ο Θιός να σε κουάψει, 'ς τε τ' άβου το μέρο 'α σε γϊάσει
(1951)
Από το 'να μέρος ο Θεός αν σε κάμει να κλάψεις, από τ' άλλο το μέρος θα σε κάμει να γελάσεις
Ο Θεός σως την εβίτσα, τα πέτεγα φτένει τα καρφιά τσαί τα καρφιά πέτεγα
(1951)
Ο Θεός ως την αυγή, τα πέταλα τα κάνει καρφιά και τα καρφιά πέταλα