Αναζήτηση
Αποτελέσματα 551-560 από 708
Σαμ' α 'ινώ νύφ' α προστσυνάω
(1951)
Όταν θα γίνω νύφη, θα προσκυνάω
Έβgαλές τα σως το γουργούρι μου
(1951)
Μου τάβγαλες ως τον καταπιώνα μου! Όταν ο άλλος σε στενοχωρούσε κι ήσουν έτοιμος να τον βρίσεις. Δείχνοντας με το χέρι το λαιμό, τόλεγαν κι έτσι: Έβgαλες τα σωζ αδά. Αντί γουργούρι έλεγαν και γαργαράς(=λάρυγγας): έβgαλες ...
Ότις τζο ΄υρεύει να κούσει τα κροτάλε, σο μύον τζο πααίνει
(1951)
Όποιος δε θέλει ν΄ ακούσει τα κροτάλια, στο μύλο δεν πηγαίνει. Κρόταλε είναι τα βαρδάρια του μύλου, που κάνουν μεγάλο θόρυβο στο άλεσμα
Συ, μο τ' ατέ τ' αχίλλι του ες, α νάρτει αν dαρός, θάλε τζ' α νάβρεις να δώσ' το τσουφάλι σου
(1951)
Συ μ' αυτό το μυαλό που έχεις, θε νάρθει ένας καιρός, πέτρα δε θάβρεις να χτυπήσεις το κεφάλι σου
Ήμουν bεκάρης, ήμουν χονκάρης, σεμαδεύτα, ενόμουν βεζίρης παρεδόθα, ενόμουν ρεζίλης
(1951)
Ερμηνεία: Ήμουν ανύπαντρος, ήμουν χονκέρης, αρραβωνιάστηκα, έγινα βεζίρης, παντρεύτηκα, ρεζιλεύτηκα. Μουλά – χονκέρης ήταν μεγάλο θρησκευτικό αξίωμα. Αυτός έμενε στην Προύσα κι είχε το προνόμιο να δίνει στο Σουλτάνο το ...
Αλεκονdέ τσάρι ποίτσες τα α μέγον gαμήλι
(1951)
Μια τόσο μικρή τρίχα την έκαμες μεγάλη καμήλα. Σε κείνους που μεγαλοποιούσαν τα πράγματα ή τάβλεπαν φουσκωμένα. Το καμήλι εδώ μπορεί να μπήκε από το Ευαγγέλιο, με την έννοια του σκοινιού: κάμηλον δια τρυπήματος ραφίδος, ...
Αρ να μη κρεμιστεί του νέγα Πάσκα το 'λτ'ινό το τσεφος στη 'η, η άνοιξη τζο 'ρτσεται
(1951)
Αν δεν πέσει κάτου στη γη της Λαμπρής το κόκκινο τσόφλι, το καλοκαιρι δεν έρχεται
Ρώτσαν dο καμήλι, είπαν 'dι: Ο φσόνdυός σου σοτίπως εν' στραό; Τσ' είπεν 'dι το καμήλι: Τα ποίο μου μερά εν' ορτό να νάνι τσ' ο φσόνdυό μου ορτό;
(1951)
Ρώτησαν την καμήλα και της είπαν: Ο σβέρκος σου γιατί είναι στραβός; Κι είπε η καμήλα: Ποιό μέρος μου είναι ίσιο, για να είναι ίσιος κι ο σβέρκος μου;
Μο τα παράδε τσόνι, εν μο τη 'ράδα τουν
(1951)
Με τους παράδες δεν είναι, είναι με την αράδα τους
Η μα σου σαμού σε 'ένντσε φσογγάτοζ έφαε
(1951)
Η μάνα σου όταν σε γέννησε έφαγε σφογγάτο