Αναζήτηση
Αποτελέσματα 21-30 από 708
Έμωσες την τζοιλία μου αίϊμα
(1951)
Γέμισες την κοιλιά μου αίμα. Με θύμωσεσ, μ' έκανες άνω κάτω
Έφαεν gαμηλού παστουρμάς
(1951)
Έφαγε καμήλας παστουρμά...
Για τις έγκυες, όταν αργούσαν να γεννήσουν. Η καμήλα κρατάει το έμβρυο στην κοιλιά της 12 μήνες, 12 μέρες και 5 ώρες...
Για τις έγκυες, όταν αργούσαν να γεννήσουν. Η καμήλα κρατάει το έμβρυο στην κοιλιά της 12 μήνες, 12 μέρες και 5 ώρες...
Μοναχός του του ξειά, τζο κλαίει
(1951)
Μοναχός του όποιος πέφτει, δεν κλαίει...
Όποιος παθαίνει κακό από κεφαλιού του, δεν πρέπει να παραπονιέται, Λεβ. 3...
Όποιος παθαίνει κακό από κεφαλιού του, δεν πρέπει να παραπονιέται, Λεβ. 3...
Να 'νοίκ' γουΐ να ξειλήση άν άβου, έμbρο 'ά ξειλήσ' συ
(1951)
Αν ανούξεις λάκκο να πέσει ένας άλλος, πρωτύτερα θά πέσεις εσύ
Τον αβγάτη κατεβάζει τα 'ς τ' αβγόν bοπάνου
(1951)
Τον καβαλάρη κατεβάζει πάνου από τ' άλογο. Για κείνον που έχει ζηλιάρικο μάτι και βασκαίνει
Προίκα τα 'ώνι
(1951)
Τάκαμα αλώνι, άνω κάτω
Ήρτα σο τόbe
(1951)
Ήρθα στό ήμαρτον, Όταν μετανιώνει κανείς και ζητάει συχώρεση. Τόbe λ.τ. = ήμαρτον, συχώρεσέ με
Ν(δ)άμα έφα(γ)αμ' ας τσάι ψωμί
(1951)
Αντάμα φάγαμε άλας και ψωμί “
Ανdί απός γρουγώνεις 'πο παρέξου
(1951)
Σαν αλεπού κρυφοκοιτάζεις απ΄ έξω
Ανdί απός φυφτίζεις
(1951)
Σάν αλεπού συλλογιέσαι.