Αναζήτηση
Αποτελέσματα 161-170 από 708
Κόοφτίνκες, ραφίνκες
(1951)
Έκοβες κι έραβες
Ο χωρίος κόντσεν gως, συ α vdα 'ρτϊέσ'
(1951)
Το χωριό πέταξε κώλο (πήρε τον κακό δρόμο), εσύ θα το σιάξεις;
Σόπου ο δϊέβος 'ηρανέσκει 'ίνεται άιος
(1951)
Οταν γερνάει ο διάβολος, γίνεται άγιος. Για τους γέρους που το ρίχνουν στις προσευχές, ενω πέρασαν τα νιάτα τους στην αμαρτία
Υρεύκα σε πάνου, ηύρα σε κάτου
(1951)
Σε γύρευα πάνου, σε βρήκα κάτου
Θέκ΄τον gώ σου, κάτσε σε ΄νgκάθε πάνου
(1951)
Υπόμενε όπως είσαι, γιατί μπορεί να πέσεις στα χειρότερα
Κόμης 'ς την μάν dου τζο 'εννήθη
(1951)
Ακόμα δε γεννήθηκε απο τη μάνα του
Το βυνατό το ξίδι το στδεύο του στσίνει τα
(1951)
Το δυνατό το ξίδι τ' αγγειό του το σκίζει. Το λένε ειρωνικά, όταν κανείς θυμώνει. Λεβ. 176.
Ότις πίνει βερεσέ κρασί, μεθά δύο φορέδες
(1951)
Όποιος πίνει βερεσέ κρασί, μεθάει δύο φορές. Πόντ. Α. Π. αρ. 304: Βερεσιάν κρασίν πού πίν', δύο φοράς μεθύ'
Ποίκ' τα τσ' αδά, νdα ιδούμε!
(1951)
Κάμε το κι εδώ, να το δούμε
Τα 'φτάλμε σου σο πουλλίν dου
(1951)
Τα μάτια σου στο ψωλάκι του