Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1-10 από 708
Το κόστσινό μου κοστσινίστη, κρέμασαν d' ατζά
(1951)
Το κόσκινό μου αποκοσκίνισε, το κρέμασαν εκεί πάνου. Όταν ένας γεράσει ή χάσει τη δύναμή του, οι άλλοι τον περιφρονούν. Πόντ. Α.Π. αρ. 767: Καινούργο μ' κοσκίν', που κρεμάνω σε; και σαν παλώντς παπού σύρω σε;
Που έν' dό κροτάλλι;
(1951)
Που είναι ο νους σου; Ρωτούσαν έτσι, όταν κανείς δεν πρόσεχε
Ο κρότσονος τον gρότσονο τζο 'υρεύει τα
(1951)
Ο κουτός τον κουτό δεν τον θέλει
Δώτσες τα σο στόμα
(1951)
Το χτύπησες στο στόμα. Όταν ένας πετύχαινε με το λόγο του το σωστό
Ξέγdειραμ' dα, ήρταμ' σο βράδι
(1951)
Το γδείραμε, φτάσαμε στην ουρά
Ατά έν' gόσμος! Υρίζει ανdί κωθάρα
(1951)
Αυτός είν' ο κόσμος! Γυρίζει σαν κλωθάρι. Οι τύχες των ανθρώπων αλλάζουν. Κωθάρα είναι το αδράχτι που γνέθουν με το ακτινωτό σφοντύλι
Σου Βαρασού το' ράμμα μή κρέμεσαι – Στου Βαρασού το σχοινί μην κρέμεσαι
(1951)
Μη στηρίζεσαι σε φαρασιώτικες υποσχέσεις. Οι Φαρασιώτες δεν είναι για να σε υποστηρίξουν
Πασχά εν' d' αμbέλι, πασχά εν' ο παχτσάς
(1951)
Πάσχα = αλλού
Τ' άσπρα κατεβάζουν d' άστρα
(1951)
Τα λεφτά κατεβάζουν τ' άστρα
Δώκαν dο νομάτη τσ' είπεν dι: βάϊ, τη ράση μου!
(1951)
Χτύπησαν κάποιον κι είπε: ωχ, τη ράχη μου! Για τους δειλούς και μικρόψυχους που δέχονται αδιαμαρτύρητα ό,τι κι αν τους κάνουν οι άλλοι. Λεβ. 27