Αναζήτηση
Αποτελέσματα 681-690 από 708
Λέ τι δανdάρε τζό 'χω, χωρίζει μό τα ξεράδε τσαί τρώ' τα
(1951)
Λέει, δόντια δεν έχω, χωρίζει όμως τα ξερά και τα τρώει. Για κείνους που καμώνονται τον ανήμπορο, καταφέρνουν όμως μιά χαρά αυτό πού θέλουν. Πόντ. Δ.Π. 85: Δόντα 'κ' έχ' άμα κερέτζα μασά
Βgαλίνει 'ς το δισώμι μου ζυγώρι
(1951)
Βγάζει από τον ώμο μου λουρί. Για κείνον που μας εκμεταλλεύεται άγρια
Άλτσεν dο στσυλλί; Χίτσαν τσιπ τα στσυλλία 'πιτσεί
(1951)
Γάβγισε το σκυλί; Τρέξανε όλα τα σκυλιά από κει
Αντϊές το στσυλλί, έπαρ' το ραβdί σα σερε σου
(1951)
Θυμήθηκες το σκυλί, πάρε το ραβδί στα χέρια σου
Τζας α παγώσει το σίδερο, 'στέρου βράστην τζο πιένει
(1951)
Ίδια με την προηγούμνεη, σε αρνητική μορφή
Σαμού θωρείς α σεμαδεμένο νομάτ', φύε μακρά
(1951)
Όταν βλέπεις σημαδεμένο άνθρωπο, φύγε μακριά
Α στσυλλί το Δερμαν dου σερματίζει τα
(1951)
Ένα σκυλί το δέρμα του το σερνει
Να σε δώσω την gούφα μου
(1951)
Να σου δώσω την σκούφια μου
Το βραδινό σου τ' όργο σην εβίτσα μη τ' αφήν'
(1951)
Ερμηνεία: Τη βραδινή σου δουλειά στην αυγή μην την αφήνεις. Πόντ. Α. Π. αρ. 1696: Τ' οσημερ' νόν τη δουλείαν 'ς σο πουρνά μη αφήντς
Τσάκ'σες πουά καρύδε
(1951)
Τσάκισες πολλά καρύδια