Αναζήτηση
Αποτελέσματα 11651-11660 από 11680
Τσόκ νταμάχ', τσόκ ζαράγ'
(1940)
ΠΟλύ νταμάχι (κόπος, κουράγιο) πολλή ζημιά, βλάβη. Δηλ. Να μην το παρακάνη κανείς στη δουλειά, γιατί θα πάθη.
Είδες δκυό τζ' εν ταιρκασμένοι; Έξερε τζ' εμ που τους δκυό τον ένα
(1940)
Την αρμονία, κατά την συμβίωσιν δύο ατόμων δεν εξασφαλίζει μόνον η συμφωνία αισθημάτων φρονημάτων κλπ αλλά προ παντός η προσαρμογή του ενός προς τον χαρακτήρα του άλλου.
Άμαγ κλάσ' ο σ' οίρος η ψυσ'η του Τούρκου βρίσκει μύρος, άμα κλασ' η λόττα, η ψυσ'η του βρίσκει σόρταν
(1948)
Ερμ. Πείραγμα στους Τούρκους, που δεν τρώνε τα γουρούνια
Τον ήβαλε στα κακά στενά.
(1949)