Αναζήτηση
Αποτελέσματα 81491-81500 από 81691
Βούννου, βούννου δουλαππάτζιμ μου να κάμω το νημάτζιμ μου να πα να κατουρήσω βρε λοή
(1940)
Νημάτζιμ μου = παμπάτζιμ μου. Η παροιμία, κατά την παράδοσιν οφείλεται εις το εξής; Κάποτε ένα κορίτσι που έκαμνε την νύχτα “ δουλάππιν “ διέκρινε κάτω από τον σοφά τα ποδάρια ενός κλέπτου. Αντί να φωνάξη ήρχισε να τραγουδά ...
Τσέκκερε σσυλλοκούμπαρε, που τ' άσσισ σου. Ελάλουσσου να πάμεν του λατούρου, τζ ελάλες να πάμεν του Μαζωτού
(1940)
Η λάρναξ άλλοτε συνεδέετο με την Λεμεσόν διά Μαζωτου, του Λατούρου, Ζυγιού, Μονής. Από την Αλαμηνάν εις τον Μαζωτόν φέρουσι δύο δρόμοι, ο ένας κατ' ευθείαν και ο άλλος διά του Λατούρου, χωρίου άλλοτε, τώρα τσιφλίτζιν. ...
Ο αρσούης επέθανεν κι' ο κώλος ατ' μαστίχαν εμάσανεν
(1939)
Ο ιδιότροπος και φορτικός πέθανε κι ο κώλος του μασούσε μαστίχη. Για τους σκληροτράχηλους που κι όταν πεθαίνουν ακόμα, τ' αποτελέσματα της κακίας τους εξακολουθούν να είναι φανερά. Επίσης και για τους ιδιότροπους κ' ...
Μι τουν ήλιου τα μπάζου, μι τουν ήλιου τα βγάζου, τι έχουν τα έρμα κι ψουφούν;
(1911)
Η παροιμία λέγεται επί των παρακαίρως ενεργούντων τας εποχειρήσεις των και απορούντων τινός ένεκα ζημιούνται.
Η γεναία έβαλεν τόδ δειάολον μέσ΄ το κουζίν
(1940)
Η πονηρά γεναίκα ξεγελά και τον διάβολον. Λέγεται επί γυναικών παμπνήρων. Κάποτε ο διάβολος εσκανδάλεψε τα παιδιά γυναικός η οποία δια να απαλλαγή τον επείσμοσε λέγουσα ότι δεν δύναται να χωρέση όλος και να κρυφθή εις ένα ...
Ο Μηνάς εμ που μηνά – τους γουννάτους σαιρετά τους τους τσουππάτους προσκυνά τους – τζαι τους ασπροζιμπουνάτους – σούζει τους τζαι πελεκά τους
(1940)
Η μνήμη του αγίου Μηνά, ότε και μεγάλη πανήγυρις παρά την Βάβλα (Λάρνακος), εορτάζεται την 11 Νοεμβρίου , ότε το ψύχος είναι αισθητόν αναλόγως προς την ενδυμασίαν, βαμβακερόν ζεμπούνιν οι πτωχοί, ένδυμα από τσόχαν οι εύποροι ...
Με τον ήλιο τα βγάζω, με το ήλιο τα βάζω, δρόμο δρόμο τα πηγαίνω, σε ξερό λάκκο τα ποτίζω, σε ξερή αγκορνιτσιά τα σταλίζω, τί έχουν τα έρμα και ψοφάνε;
(1949)
Η παροιμία είναι κοινοτάτη. Περί σημασίας δ' αυτής βλ. Λαογρ. Δ' 319 και 745. Άξια προσοχής είναι η επέκτασις αυτής προς επίτασιν της σκωπτικής έννοιας. ΣΤ. Δ. Βάζω = ή τα βοριάζω, Γκόρτσια = η αχλασιά