Search
Now showing items 74501-74510 of 75974
Συχνοπούλε τζαί λι(γ)οκέρτιζε
(1940)
Εν τη καταναλώσει το κέρδος.
Σφίξε του τα λωριά
(1910)
Σπιτωμένος, αφεντάτσος.
(1952)
Όποιος έχει σπίτι δικό του, είναι μεγάλος αφέντης.
Σφίγγω
(1963)
Βλ. ελιά 2.
Η σφήνα βγάζει μάτι
(1918)