Αναζήτηση
Αποτελέσματα 2291-2300 από 2434
Άρπαξεν απ' άρπαξεν σουβλί σουβλί σουβλόρρριζα
(1920)
Σουβλί = μικρόν τεμάχιον εκ σιδήρου σουβλερόν (μυτερόν), όπερ μεταχειρίζονται οι υποδηματοποιοί όταν ράπτουν υποδήματα. Εννοείται μετά του ξύλου εφ΄ ου είναι στηριγμένον. Μόνον του λέγεται σουβλόρριζα
Όσοι κρατούσι τ' άρματα θαρρούν παιγνιώταις είναι; κι όσαις βαστούν τα πέταλα κι ανυφαντούδαις είναι;
(1920)
Παιγνιώτης : σκοπευτής, πέταλα εύτασθα = τα επί του εργαλειού, ένθα υφαίνουν, εξέχοντα και συρόμενα σανίδια, φέροντα σχήμα πετάλων. Ανυφαντούδας = υφάντριαι, αίτινες υφαίνουν
Εγόγιαν του π' ανημένει σκουτελικό από τη γειτονιά και δείπν' από τη ρούγα. Ούλοι δειπνούν κι αποδειπνούν κ' εκείνος ανημένει
(1920)
Σκουτελικό = πιάτο (τρυβλίον), φαγητόν, (λέξ. ιταλ. εκ του σκουτέλι)
Ας γυρίσ' ο γάμος πίσω μα πλακόπητα gε να ζήσω
(1920)
Πλακόπητα = πήττα εκ ζύμης πεπιεσμένη ως πλάκα ην προχείρας ψήνουν αντί άρτου
Ο γέρως όπου 'πόθανε 'ς τη Μεσαρά γυρίζει κ' η γράν του τον ανήμενε κουκιά τονε ταϊζει
(1920)
Ταϊζω = τρέφω, σιτίζω τινα