Browsing by Lemma "πετάγομαι"
Now showing items 1-12 of 12
-
Ηπετάχτηκε σαν την ατσίδα [να μιλήση]
(1924)Ερμηνεία: Αποκρίθηκε άξαφνα (ή εμίλησε άξαφνα) με θυμό, θυμωμένος -
Πετάζεται κι' αυτός κόκοττος
Ερμηνεία: Επί των αιφνιδίως αφαρπαζομένων εκ θυμού εν ω πρότερον ήσαν σιγηλοί -
Πετάξου στην Πάτρα να πάρης ταμπάκο
(1889)Ερμηνεία: Επί των αποστελλομένων εις μακράς αποστάσεις, ας οι διατάσσοντες ως ουδεν θεωρούσιν. τουτο έπραττον οι τουρκοι λέγοντες προς τους δυστυχείς Χριστιανούς “πετάξου...” -
Πετάχτη η γριά απ' την κοφφίνα
(1873) -
Πετιέται σαν τον βροντοπηδίτη
(1938)Το λέν όταν πετιέται κάποιος στην κουβέντα ή πηγαίνει από το 'να μέρος στ' άλλο -
Πητάχτη σαν ατσίμπτου κάστανου
Ερμηνεία: Εξώρησεν, εξέσπασεν ως ατσίμπητον κάστανον, δηλαδή ως κάστανον τηθέν εν τη πυρά χωρίς να διαρραγή ή αποκοπή εν μέρει ο φλοιός του -
Σαν το μπίσικα πετειέται μεσ' στη μέση
(1918)Ερμηνεία: Επί του θρασεος, όστις αναμιγνύεται απρόσκλητος