Browsing by Lemma "κρεμώ"
Now showing items 1-20 of 205
-
Άγνεστα κι ανύφαντα στη τέμπλα κρεμασμένα
(1965)Για εκείνους που ευχαριστούνται να μιλούν για μεγάλα έργα που σχεδιάζουν τάχα να κάμουν κάποτε, που ουδέποτε πραγματοποιούν -
Από 'να ράμα κρέμεται
(1876) -
Από τρίχα κρέμεται
(1880) -
Έμεινα επί ξύλου κρεμάμενος
(1918) -
Ένας παπάς κρέμετε
(1890)Φράσις αλληγορική λεγομένη επί εκείνων, ων η ζώνη εν αγνοία των είνε λελυμένη και κρέμεται -
Έρηξε τη σαγίττα, κρέμασε το δοξάρι
(1917)Ερμηνεία: Δια τον εκτελέσαντα εργασίαν τινά και μετ' αυτήν αναπαυόμενον. Λέγεται ενίοτε και ειρωνικώς