Browsing by Lemma "δίνω"
Now showing items 1-20 of 743
-
Α σου τα δώσω στα μαρμαράκια
(1940)Θυμάμαι στα παλιά τα χρόνια που φορολογούνταν τα κρασιά, για τη φορολογία είχε πάει ένας γέρος νοικιαστής του φόρου να τα καταμετρήσει. Φορούσε φουστανέλλα και φέσι γερολεβέντης, αλλ' αγαθώτατος κι εύπιστος. Πήγε στη μέση ... -
Ά' γυρεύκς να σού δώσουν αφσ' τσή παινεσές στήν πάντα
(1876)Αφσ' τσή παινεσές ή αφσ' τους τσού καπνούς -
Άμα δώκης το πρόσωπο, υρεύει και το αστάρι
(1929)Γυρεύει και τή φόδρα. Ινεπ. Επί του περιβάλλοντος νέαν αξίωσιν, διότι εξεπληρώθη η προηγουμένη αίτησίς του και εν γένει επί του καταχρωμένου της επιδειχθείσης πρός αυτόν επιεικείας -
Άμα ιδής τούν άλλουν π' τρώει τα φύλλα απ' του πράσσου, μήν περιμέν'ς να σ' δώκ' κουτσάν'
(1925)Παροιμία πρός αναμένοντα κάτι πού δεν είναι δυνατόν -
Άμα σού δώσουν τ' αρνάκι βάστα και το λυταράκι
(1959)Λυταράκι = σχοινάκι. Δηλ. Όταν σού δοθή μία ευκαιρία, κοίταξε να την εκμεταλλευθής διά να ωφεληθής. Η ακόμη κοίταξε να ασφαλίσης, όταν αποκτάς τί, εγκαίρως. Δηλ. Περίπου “τό φυλαξαι τα αγαθά χαλεπώτερον του αιτήσασθαι” -
Άχυρα έδωκες, κακοκίδια επήρες
(1880) -
Αλλοίς πού τον δίνουν πρόσωπο γυρεύει κι αστάρι
(1938)Πρόσωπο = ύφασμα γιά φόρεμα, αστάρι = φόδρα -
Αν δε δώσης τα εννιά, δεν μπορείς να πάρης τα δέκα
(1956)Αν δε ξοδέψης λίγα, δε μπορείς να πάρης τα πολλά -
Αν δε δώσης την ελιά, πως θα πάρης το λάδι με το τουλούμι;
(1956)Χωρίς να ξοδεύσης, δεν μπορείς και να κερδίσης