Browsing by Lemma "βρέχω"
Now showing items 1-20 of 367
-
Α δε βρέξει θα ψιχαλίσει
(1957) -
Α δε βρέξεις κώλο δεν τρως ψάρι
(1940) -
Άμ μεν ι-βρέσει στάσσει
(1940)Όταν ήμεθα οικονομικώς ή άλλως στεωοχωρημένοι, και η ελάχιστη βοήθεια μας είναι ευχάριστος ανακούφισις -
Άμα φυσά βορκάς τζαί βρέσει πούλενε σιτάριν τζαί 'γόραζε βούδκια
(1940)Ο βορράς σκορπίζει την βροχή. Όταν με τον “βορκάν” βρέχει, προμηνύεται πολυομβρία και μαγάλη απόδοσις, δια τούτο απαιτούνται ζώα δια μεγάλη καλλιέργειαν -
Άπου βράζει τζαί στεγνώσει
(1940)Ατυχήματα και ζημιαί, που παρέχονται χωρίς συνέπειας αισθητάς, δεν είναι τίποτε -
Άρα βρέβη, άρα μη βρέξη ποτέ
(1876) -
Άρα βρέξη, κι άρα μη (βρέξη)
(1876) -
Αδ δεβ βρασει ο κώλος του ψαρά, ψάριν εμ πιάννει
(1940)Ο με το καλάμιν ψαρεύων πρέπει να προχωρήση βαθειά συνεπών και να βραχή -
Αδ δεβ βρέξης τογ κώλοσ σου, ψάριν εν τρώεις
(1940)Χωρίς κόπους και προσπάθειαν ουδεμία εργασία επιτυγχάνει -
Ακόμα βρέχ' στα Γιάϊνα
(1915)Επί ανθρώπων τόσον τρομαξάντων εκ τινός παθήματος των ώστε να προφυλάσσωνται του λοιπού μετά προσοχής εγγιζούσης τα όρια του γέλιου -
Αλλού βρέχ'
(1952)Λέγεται για κείνους, οι οποίοι αδυνατούν να αντιληφθούν τους γινομένους δι' αυτούς πλαγίως υπαινιγμούς -
Αμ μεβ βρέξ' ο ουρανός, χόρτον εβ βλαστά
(1940)Τίποτε δεν ευοδούται αν δεν συμβάλκη κάτι ή κάποιος -
Αν δε βρέξ' (η), θα σταλάξ' (η)
(1940)Για τα λίγα έσοδα μιας μικρής εργασίας λένε πως όσο κι αν είναι μηδαμινά, κάτι όμως μαζεύονται