• Ελληνικά
    • English
  • Ελληνικά 
    • Ελληνικά
    • English
  • Σύνδεση
Τόπος καταγραφής 
  •   Αρχική σελίδα
  • Τόπος καταγραφής
  •   Αρχική σελίδα
  • Τόπος καταγραφής
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Πλοήγηση ανά Τόπο καταγραφής

  • 0-9
  • A
  • B
  • C
  • D
  • E
  • F
  • G
  • H
  • I
  • J
  • K
  • L
  • M
  • N
  • O
  • P
  • Q
  • R
  • S
  • T
  • U
  • V
  • W
  • X
  • Y
  • Z
  • Α
  • Β
  • Γ
  • Δ
  • Ε
  • Ζ
  • Η
  • Θ
  • Ι
  • Κ
  • Λ
  • Μ
  • Ν
  • Ξ
  • Ο
  • Π
  • Ρ
  • Σ
  • Τ
  • Υ
  • Φ
  • Χ
  • Ψ
  • Ω

Ταξινόμηση κατά:

Σειρά:

Αποτελέσματα:

Αποτελέσματα 1-20 από 91

  • κείμενο
  • χρόνος καταγραφής
  • ημερομηνία υποβολής
  • αύξουσα
  • φθίνουσα
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
  • Άθρωπος από γενιά και σκύλος α(π)ό μάντρα 

    Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1964)
  • Άμα επρόκειτο ‘α πάρουν την Πόλι οι παλιότουρκοι το εκουβεντιάζαν οι καλόεροι κ’ ένας καλόηρος (δ)εν το επίστευκε και οι άλλοι λέαν του: ναι πήραν την. Τότε εκείνος είπε: εγώ δεν το πιστεύκω τότε μόνο ‘α το πιστεύκω άμα ‘δω και φύουν αυτά τα ψάρια απ’ το τηάνι και παν’ στο νερό, αμέσως τα ψάρια έτσι όπως ήτο ήμπαν στη χαβούζα και είναι απ’ τη μια μεριά τηανισμένα. 

    Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1964)
  • Άμα καένας φωνάζει που (θ)α αδικοσκοτωθή παίρομε τον παπά και τον πααίνομε και του διαβάζει και σταματάει, το αίμα το ει ουν ξεπλένουντο ή ξουν το. 

    Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1964)
  • Άτρωπο από (γ)ενιά και από μάντρα 

    Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1964)
  • Αιά Βαρβάρα 'εννησε άι Σάββας το 'κουσε κι άι Νικόλας το παρα' έχτηκε και πάει να το γιαφτίση 

    Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1964)
  • Άγιος Γεώργιος

    Αντράμασσο (ή) αυτό ήτο ένα μικρό χωριό (βορ. Ανατ. Της νήσου) μοναστήρι εχει τον Άι (Γ)ιώρκη. … Τον Άι (Γ)ιώρκη τον καταδίκασαν οι Οβριοί και τον έρριξαν σ’ ένα ασβεστοκάμινο κ’ ήβγε όξω δίχως (ν)α καή ούτε το άλοον του ούτε ο ίδιος. Και τώρα εμείς οι Χριστιανοί τον τιμούμε κι άμα βρεθούν τέσσεροι πέντε ανόματοι και κάμουν ένα ασβεστοκάμινο κ’ έχει κανένα από την παρέα που τον λέουν (Γ)ιώργκο δεν...
    

    Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1964)
  • Απο τους μπρωτινούς απεθαμένους πολλοί είνοντο καταχανάες κ'επνίαν τας λεχούσες. Έπρεπε (ν)α 'χουν σταυρόν στην πόρταν των για να μη μπορούν 'ά μπούν μέσα. Εκούναμε απο τους παλιούς μας που λέαν ότι μια βολά είχαν μαζευτή 4ο καταχανάες κ'είχαν κ'ένα κουτσό που πόμενε πίσω και φώναζε (ν)α τον περιμένουν, απο τοτε όμως που 'βγε η πεντάρφα δεν έχει καταχανάες, μόνο άμα 'έν πεντάρφα 'ίνεται ο απεθαμένος... 

    Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1964)
  • Από τ' ακκάθι φκαίνει ρόδο κι αχ' το ρόδο φκαίν' ακκάθι 

    Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1964)
  • ‘Γώ ‘καμα ένα παιάκι κ’ ήτο κόρη ήμουν έξ μερών λεχούσα, ήρτε ο άντρας από το Λεντάκι (βορ.) μαλωμένος μ’ έναν άλλο κ’ ήθελε (ν)α τον πάρη στην αστυνομία και ‘ώ έν τον έφηκα και στα νεύρα του εβλαστήμησε κ’ ήρτε η κακιά ώρα και ήρταν οι καταχανάες κ(αι) επνίξαν το παιΐ και το παιΐ έφκαλε αφρουλία με αίμα και μαύριζε στο λαιμό. 

    Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1964)
  • Ε(δές) την ούγια και πάρε πανί 

    Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1964)
    Για την εκλογή της νύφης ή του γαμπρού
  • Ένας βασιλιάς ήτο πολύ όμορφος και η ομορφιά του ήταν ξακουσμένη και πήεν εις έναν που κούρευγε τους αθρώπους και του κόβκε τα μαλλιά του και του ‘πε πως ήτο πολύ όμορφος κι ο βασιλιάς εκεί που του ‘κοβκε τα μαλλιά του και του ‘λεγε αυτά λέει. – Εγώ δε θέλω να με λέουν όμορφο μόνον ήθελα να ‘χω φτια ν’ ακούνη ότι λέει ο κόσμος. Και μάνι μάνι ε(γ)ίνησαν τ’ αυτιά του σα γαάρου μεγάλα κ(αι) έκουνε ότι... 

    Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1964)
  • Άγιος Νικόλαος

    Ένας ναύτης κοιμάτο στην κουβέρτα του καϊκιού και 'κει που κοιμάτο επήρε φουρτούνα κ' έχε αέρα πολύ και τον πήρε η θάλασσα και όταν έπεφτε στη θάλασσα ξύπνησε κ(αι) εφώναξε : Άϊ μου Νικόλα και ξαφανίστηκε κ' ύστερα ευρέθη στο σπίτι του κοιμούμενος
    

    Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1964)
  • Άγιος Γεώργιος

    Ένας τουπάνης έβοσκε πά ‘στο κρεμμάρι (ψηλό βουνό) τ’ Άϊ (Γ)ιωρκιού (βορ. Του νησιού) κ(αι) ενέφανε κ’ εί’ε την αρμαστή του αρρωνιαστικιά του) (ν)α χορεύφκη στο κάο (κάβο μπροστά στο χορό). Τότες φώναξε «Άϊ (Γ)ιώρκη μου και βούθα μου και πάρ’ τη μάντρα μου, και θα σαρτάρω (πηδώ) ‘α πάρω τον κάο της αρμαστής μου. Και εσάρταρε και βρέθηκε ‘κεί κ(αι) επήρε τον κάο της αρμαστής του. Ο Άϊ (Γ)ιώρκης έκαμε...
    

    Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1964)
  • Ένας χωριανός πρίν πολλά χρόνια ήτο κάτω στο Νιμπορειό, αυτός από το Νιμπορειό επήαινε στο χωριό που ‘το το σπίτι του. Στη στράτα που πήαινε έκουσε δυό γαάρους και κόφταν κ’ήρχοντο κάτω μπροστά του. Επάντηξε τους (εμάντρωσέ τους) και λέει. Στάσου έ δια..όλου έρημε να κάτσω πάνω σου ‘ά ποσώσω πάνω στο χωριό, μια φορά που σ’ηύρα ‘μπρός μου. Έκατσε λοιπόν αυτός απάνω του, πρώτα πρώτα επορπάτε ο γάαρος... 

    Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1964)
  • Έχει ο Γκάς του σατανά παρουσία είναι μαλλιαρός, μαύρος, έχει μεγάλα δόντια και μάτια λεονταριού είναι το μπόι του πότε μεάλο πότε μικρός έχει μορφές μορφές. 

    Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1964)
  • Έχομε κ' ένα άστρο και λέομέν το (Γ)ελατζή. Αυτό βγαίνει πολύ νωρίς και είναι λαμπερό σαν το άστρο της αυκής και ξεγέλασε ένα αξιωματικό κι α(π)ό τότε το φκάλαν το άστρο 'ελατζή. Ο αξιωματικός είχε συμφωνήσει με τους άλλους τους αρχηγούς και του είχαν πή να κάνη επίθεση την αυκή μόλις (θ)α θώρε το άστρον της αυκής κ' εκείνος μόλις θωρεί το 'ελατζή εθάρρε κ' ήτο αυτό το άστρο κ' έκαμε την επίθεσι στον... 

    Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1964)
  • Εδωνά στο Καταφί(βαν) έβοσκε ένα παιΐ με το σύντροφό του και λέουν πως τον έπωσε ο σύντροφός του κ' έπεσε κ(αι) εσκοτώθη κ(αι) εφώναξεν το αίμα του. 

    Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1964)
  • Είχαμε μια εξαέρφη κ(αί) επήε μια μέρα στο Λεντάκι (τοπ.ανατ.)στο χωράφι της κ’ ηύρε σ’ένα τοίχο που το η συκιά της κ’ είχε αρμαθαριές ‘ εμάτο, είχε κ’ έναν όφιο κ’ έβλεπεν τον κ’ είχε πίσω του ένα πιάτο μάλαμα κ’ έκουσε να την φωνάζουν και γύρισε και ‘ πολοήθη, κι όλα χάθησαν α’ ό μπροστά της, έπρεπε ‘ά μη ‘ πολοήθη και (ν)ά στάξη απάνω ‘κειά που τα ‘βλεπε αίμα από το χέριν της 

    Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1964)
  • Εκείνα τα χρόνια όταν ‘ρρωστούσε κιενένα παίϊ ελέαν ότι το ‘λλαξαν οι ανεράες τη νύχτα κ(αι) εκάναν κουλλουράκια κ(αι) επήαιναν και φήναν τα όξω από το χωριό κ(αι) επήαιναν το πρωϊ και τα βρίσκαν παρμένα κ(αι) ελέαν εφάαν οι ανεράες τα κουλλουράκια και εδιορθώνετο το παιΐ. Τα κουλλουράκια τα πηαίναν και τα φήναν στην Κουλουμπήστρα (ανατ.) κ’ εκεί τα τρώαν οι ανεράες και εϊνοντο καλά τα παιά. 

    Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1964)
  • Η αρπάχτρα ε' ύρεψε απο τον θεό να τρώη τ' αρνάκια και του ένηκε η χάρι. 

    Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1964)
  • «
  • »

Πλοήγηση

Όλο το ΑποθετήριοΑρχείο & ΣυλλογέςΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμενα

Ο λογαριασμός μου

Σύνδεση
Επικοινωνήστε μαζί μας | Αποστολή σχολίων
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.