Πλοήγηση ανά Λήμμα "σαρίκι"
Αποτελέσματα 1-2 από 2
-
Βάλε το σαρίκι σου καρσί να κουβεντιάσεις
(1957)Σαρίκι (τουρκική) = το περιτύλιγμα στο κάλυμμα της κεφαλής -
Χέρκες το σαρήγη τ' σαρτά το και το γιεττά τον τόπο το λαχτά
(1938)Παροιμία με την κατά το παπλωμα σου άπλωσε τα πόδια σου