Πλοήγηση ανά Λήμμα "σαράκι"
Αποτελέσματα 1-11 από 11
-
Δεν έχ' σαράκ' μέσα τ' αυτός ο άνθρωπος
(1916)Ερμηνεία: Δηλαδή είναι απαθής, αδιάφορος, ζαμανφουτιστής (ωχαδερφισμός) -
Τουν ι τρώει του σαράκ'
Σαράκ' σημαίνει την φροντίδα, την σκέψιν ή τις δεν παύει να ενοχλή τον άνθρωπον. Τήκεται από σκέψεις, από λύπην προερχομένων εκ διαφόρων αιτιών -
Τρώει τουν κη κάθητι του σαράκιν
(1941)Λέγεται δια τον κατατρεχόμενον υπό ηθικού τκος πάθους η σωματικού και φθειρόμενον μικρόν κατά μικρόν