Πλοήγηση ανά Λήμμα "σαλεύω"
Αποτελέσματα 1-7 από 7
-
Μην τα σαλεύης και βρωμούν
(1876) -
Σάλεψ' τα τσακωμεύα σ'! (ή άπλω τα τσακωμεύα σ'!)
(1892)Άπλωσων τας χείρας σου (αλλά και επί ποδιών) -
Τα σκατά (ή τα κόπτια) όσο dα σαλεύγει κανείς, τόσο βρωμούνε (ή όσο d' ανεκατώνεις, τόσο βρωμούνε)
(1963)Δηλαδή δεν πρέπει να σκαλίζη, να συζητή, να ζητή να αποδειχθή αμέτοχος κανείς σε μια υπόθεση, που δεν είναι καθαρή