• Μωρέ μας έκαμαν ρόϊδο 

    Μανούσος, Αντώνιος (1880)
    Φράση
  • Ρόϊν του σσιου τζ'αι πορτοκάλλιν του νήλιου 

    Παναρέτος, Άνθιμος (1965)
    Ρόδια του σσιού ή σσιατζερά, δηλαδή ρόδια της σκιάς, που αναπτύσσονται στο σκιαζόμενο μέρος του δέντρου, θεωρούνται πιό εύγεστα, ενώ αντιθέτως τα πορτοκάλλια, που ηλιάζονται θεωρούνται τα καλύτερα
  • Το 'καμες ρόϊδο 

    Τρουπής, Θεόδωρος (1959)
    Έκαμες κάτι ανάξιο λόγο
  • Το κάνω ρόϊδο 

    Νίτσος, Νικόλαος (1926)
    Το μεταχειρίζονται ειρωνικώς, οίον: τώκαμες ρόϊδο = το πρόκοψες, το επέτυχες
  • Τόκανε ρόϊδο 

    Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1953)
    Λέγεται ειρωνικώς περί εκείνου ο οποίος απέτυχε παταγωδώς εις μίαν εργασίαν ή υπηρεσίαν