• Ερρόκωσεν ατό 

    Άγνωστος συλλογέας (1902)
    Έγινεν αναίσθητος, σαν ρόκα, από το μεθύσι
  • Ροκώνω 

    Βαλαβάνης, Ι. (1874)
    Ερμηνεία: ίσταμαι εξεστηκώς (ως ρόκα δηλαδή)
  • Την ερρόκωσα 

    Ρωμαίος, Κωνσταντίνος Α. (1920)
    Ερμηνεία: Την εγιόμισα, ετυλώθηκα