• Αυτός τα 'ξέφτυσε! 

    Κορύλλος, Χρήστος Π. (1910)
    Απέθανεν
  • Είναι ξεφτυσμένος! 

    Κορύλλος, Χρήστος Π. (1910)
    Εξέπεσε χρηματικώς
  • Ηξίφτησιν τα 

    Μουσαίος
    Απέθανε
  • Ξεφτίζω 

    Μακρής, Παναγιώτης Γ. (1893)
    Ερμηνεία: Επί χαρτοπαικτών κ' των τοιούτων, ων κερδίζουσι τα χρήματ κ' μένουσι χωρίς οδολού “απόψα τον εξεφτίσανε, ως το πουρνό έπαιζε”
  • Ξιφτώ, ξιφτίζω 

    Ερωτόκριτος, Ιωάννης
    Ερμηνεία: Χρεωκοπώ, γίνομαι πτωχός, κηρύττω πτώχευσιν : “(ο φίλος μας) εξίφτησεν” και “(ο φίλος μας) εξίφτησεν τα” δηλαδή επτώχευσεν
  • Τα ξέφτσι 

    Κουρτίδης, Κωνσταντίνος Γ.; Κωνσταντινίδης, Γ. (1891)
    Ερμηνεία: Απέθανε