Πλοήγηση ανά Λήμμα "ξέψωμα"
Αποτελέσματα 1-1 από 1
-
Του πήρι ξίψουμα
(1915)Ερμηνεία: Επί καταχρήσεως εκ των αναλαμβανόντων ολικώς εργασίαν τινά (κουτ'ρού ξη ξικουπή ή ξίφουμα, το αντίθετον: με ψωμί, ήτοι ημερομίσθιον και τροφήν) και εργαζομένων υπερβολικώς ένα επιτύχωσι μέγα ημερομίσθιον