Πλοήγηση ανά Λήμμα "μωρός (πελλός)"
Αποτελέσματα 1-20 από 82
-
Ένας πελλός έσυρεμ μιαμ πέτραμ μες στολ λάκκον τζ' επήαν σαράντα φρένιμοι να τηβ βκάλουν
(1940)Το υφ' ενός κακόν δύσκολα επανορθούσι οι λογικοί -
Ένας πελλός να γνωριστή εν τζαί θελεί κουούνιν
(1931)Λέγεται στις περιπτώσεις που γίνεται μια δουλειά στραβά -
Εβάλαν τομ πελλόν να βκάλη τα κάστανα που τηφ φωδχιάν
(1940)Καίουσιν υπερβολικά και διά τούτο μόνο τρελλός μπορεί να τα πάρη με το χέρι του -
Είδες φρένιμον τζ' εβούραν; που πελλόν εγ κομπωμένος
(1940)Πράξεις τρελλού δύνανται να στενοχωρήσωσι τον λογικόν -
Είπαν του πελλού πελλέ, τζ' έπιασεν τα όρη
(1940)Ο επαινούμενος επαίρεται και ο ανόητος παρεξηγεί -
Είπαν του πελλού πελλέ, τζ' έπκιασεν τημ πελλάρν τζ' έκατσεν
(1940)Ερμηνεία: Επί όσων οχυρούνται όπισθεν της εκτιμήσεως των άλλων και εκμεταλλεύονται αυτήν -
Είπαν του πελλού “πελλέ!” και επέλλανεν τέλεια
(1924)Παραθαρρύνων και παροτρύνων τις άλλον εις τι -
Είπαν του πελλού, σφάλα τημ πόρταγ, τζ' ετζείνος επήρεν τημ μαζίν του
(1940)Λέγεται δι' όσους είναι υπερβολικοί εις όλα τους -
Εμ πελλός, τζαί τρω τζαί λάιν (λάδιν)
(1940)Το λάδιν κρίνεται δύσπεπτον, συνεπώς επιβλαβές εις τον στόμαχον. Οι επιληπτικοί νηστεύουσι το λάδιν διά τον φόβον δυσπεψίας και κρίσεως της νόσου των -
Εν ο πελλός που τημ πόρταν
(1940)Από το ομώνυμον παραμύθιν (“ΚΧ” ΙΓ', σελ. 150) κατά το οποίον ο φρόνιμος αδελφός είπεν εις τον τρελλόν “πάρε τημ πόρταμ μαζί σου”, κλείσε την δηλαδή, και αυτός την εφορτώθην εις τον ώμον -
Εν το πελλόχ χωρκόμ, που γαμούσιν οι καλοήροι
(1940)Δια κουτούς, που τους εκμεταλλεύεται κατά τον χειρότερον τρόπον ο πρώτος τυχών -
Ήβρεγ κουτάλιν ο πελλός, τζ' εδκιάβηκεν ο φρόνιμος
(1940)Δι' όσους εκμεταλλεύονται τους αγαθούς και μη έχοντας πείραν