• Έχει μπουγάδα 

    Νεστορίδης, Κ. (1889)
    Ερμηνεία: Επί των υποκρινομένων ότι έχουσι εργασίαν
  • Έχω πουγάδα 

    Άγνωστος συλλογέας
    Ερμηνεία: Δεν ευκαιρώ. Χλευαστικώς προς εκείνον εις τον οποίον αρνούμεθα υπηρεσίαν
  • Έχω πουγάδα 

    Άγνωστος συλλογέας
    Ερμηνεία: Αντί δεν ευκαιρώ
  • Ο φούρνος φκιάνει το ψωμί κι' ο ήλιος τη μπουγάδα 

    Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1952)
    Μπουγάδα και αλισίβα (ιταλΙικές και τα δύο), το πλύσιμο των ρούχων με βραστό νερό και στάχτη. Ο ήλιος συμπληρώνει με το στέγνωμα την ασπράδα των ρούχων