• ιμπρέτ 

    Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1953)
    ιμπρέτ (το) [λ. Τουρκ.] το παράδειγμα. “Πήρε ιμπρέτ'”, επαραδειγματίσθη από την ατυχή έκβασιν μιας πράξεως. “Μ' έκανες ιμπρέτ'”, με λέρωσες. Παρ.φρ.
  • Πήρα ιμπρέτ' 

    Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1929)
    Έλαβα πικράν πείραν και ως εκ τούτου επαραδειγματίσθην