Πλοήγηση ανά Λήμμα "θωρώ"
Αποτελέσματα 1-20 από 95
-
Ατσείνο το βένετο το 'ίδι ότις τα θωρεί, λέτι: η τσοιλία του 'έμει άλειμμα
(1951)Εκείνο το γαλάζιο γίδι όποιος το βλέπει, λέει: η κοιλιά του είναι γεμάτη βούτυρο -
Εώ θωρώ κι αποθωρώ, χλωρό ψαράκι δε θωρώ, κι ας τονε φάω το gολιό
(1963)Λέγεται, όταν αποφασίζη κανείς κάτι αναγκαστικώς κατώτερο από εκείνο, που του ταίριαζε ή που ονειρευόταν -
Θώρε με να σε θωρώ, να περνούμεν τον τζαιρόν
(1940)Λέγεται επί των οκνηρών και αμελώς εργαζομένων -
Θωρεί τον μπακάλη και πλερώνει τον καφετζή
(1892)Ερμηνεία : Φέρεται εις απεικόνισης του βήμματος των παραβλώπτων