• Βάνει σίζανα 

    Γόνιος, Α. (1880)
    Ερμηνεία: διαβάλλει. Μεταφ. εκ του ζιζάνιου, το εν τω σίτω φυόμενον βλαβερόν χόρτον, ούτω και ο μεταξύ των ανθρώπων πονηρός και διάβολος άνθρωπος